χαλαρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χαλαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[τεντωμένος]] ή [[σφιχτός]], αυτός που [[είναι]] [[άτονος]], [[πλαδαρός]] (α. «χαλαρή [[ζώνη]]» β. «χαλαρό [[δέρμα]]» γ. «[[χαλαρά]]... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῖς ἁλύσεσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποτονικός]], [[χωρίς]] [[σθένος]] (α. «χαλαρό κυβερνητικό [[διάβημα]]» β. «χαλαρή εμπορική [[κίνηση]]»)<br /><b>2.</b> (για λόγο, γραπτό ή προφορικό) [[χωρίς]] [[ζωντάνια]], [[χωρίς]] [[πνοή]], [[χωρίς]] [[ενδιαφέρον]], [[φτωχός]] σε [[περιεχόμενο]] (α. «χαλαρή η [[αγόρευση]] της υπεράσπισης» β. «[[χαλαρός]] [[προεκλογικός]] [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> (για θεατρικό ή κινηματογραφικό [[έργο]]) [[χωρίς]] σφιχτοδεμένη [[πλοκή]]<br /><b>4.</b> (για ήθη και αξίες) ο [[χωρίς]] [[συνέπεια]] ή [[αυστηρότητα]], [[ελευθέριος]] («χαλαρή [[ηθική]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαλαρόν</i><br />η [[χαλαρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλαρὰ [[κοτυληδών]]» — χαλαρή [[άρθρωση]], μη σφιχτή [[άρθρωση]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «χαλαροὶ πόροι» — ανοιχτοί πόροι (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «χαλαραὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες, μουσικές συνθέσεις [[χωρίς]] ρυθμό και [[αρμονία]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαλαρώς]] / <i>χαλαρῶς</i>, ΝΜΑ, και [[χαλαρά]] Ν<br />όχι [[σφιχτά]], [[χωρίς]] στερεή [[σύνδεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χωρίς]] [[ένταση]], άτονα, υποτονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλῶ</i> «[[χαλαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>χαλάσαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαγαρός]]: <i>λαγάσαι</i>, [[τάλαρος]]: <i>ταλάσαι</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[χαλαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[τεντωμένος]] ή [[σφιχτός]], αυτός που [[είναι]] [[άτονος]], [[πλαδαρός]] (α. «χαλαρή [[ζώνη]]» β. «χαλαρό [[δέρμα]]» γ. «[[χαλαρά]]... ὑποδήματα... γοῦν
χαίρεις φορῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῖς ἁλύσεσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποτονικός]], [[χωρίς]] [[σθένος]] (α. «χαλαρό κυβερνητικό [[διάβημα]]» β. «χαλαρή εμπορική [[κίνηση]]»)<br /><b>2.</b> (για λόγο, γραπτό ή προφορικό) [[χωρίς]] [[ζωντάνια]], [[χωρίς]] [[πνοή]], [[χωρίς]] [[ενδιαφέρον]], [[φτωχός]] σε [[περιεχόμενο]] (α. «χαλαρή η [[αγόρευση]] της υπεράσπισης» β. «[[χαλαρός]] [[προεκλογικός]] [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> (για θεατρικό ή κινηματογραφικό [[έργο]]) [[χωρίς]] σφιχτοδεμένη [[πλοκή]]<br /><b>4.</b> (για ήθη και αξίες) ο [[χωρίς]] [[συνέπεια]] ή [[αυστηρότητα]], [[ελευθέριος]] («χαλαρή [[ηθική]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαλαρόν</i><br />η [[χαλαρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλαρὰ [[κοτυληδών]]» — χαλαρή [[άρθρωση]], μη σφιχτή [[άρθρωση]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «χαλαροὶ πόροι» — ανοιχτοί πόροι (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «χαλαραὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες, μουσικές συνθέσεις [[χωρίς]] ρυθμό και [[αρμονία]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαλαρώς]] / <i>χαλαρῶς</i>, ΝΜΑ, και [[χαλαρά]] Ν<br />όχι [[σφιχτά]], [[χωρίς]] στερεή [[σύνδεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χωρίς]] [[ένταση]], άτονα, υποτονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλῶ</i> «[[χαλαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>χαλάσαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαγαρός]]: <i>λαγάσαι</i>, [[τάλαρος]]: <i>ταλάσαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm