μαγγανεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῦν " to "οῦν"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μαγγανεύω]]) [[μάγγανο]]. 1. [[κάνω]] [[μάγια]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῦν
|mltxt=(Α [[μαγγανεύω]]) [[μάγγανο]]. 1. [[κάνω]] [[μάγια]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῦνσὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ' ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]], με ιατρικά ή μαγευτικά ποτά, [[δελεάζω]] με μαγγανευτικούς τρόπους, [[δολιεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[νοθεύω]] με [[τέχνη]] τρόφιμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] διάφορα δεισιδαίμονα [[μέσα]] ή τρόπους για να επιτύχω [[εξιλέωση]] τών θεών («μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαγγανεύω]] ἀπάτην» — [[επινοώ]] διάφορα [[μέσα]] για να εξαπατήσω.
σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ' ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]], με ιατρικά ή μαγευτικά ποτά, [[δελεάζω]] με μαγγανευτικούς τρόπους, [[δολιεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[νοθεύω]] με [[τέχνη]] τρόφιμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] διάφορα δεισιδαίμονα [[μέσα]] ή τρόπους για να επιτύχω [[εξιλέωση]] τών θεών («μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαγγανεύω]] ἀπάτην» — [[επινοώ]] διάφορα [[μέσα]] για να εξαπατήσω.
}}
}}
{{lsm
{{lsm