3,273,773
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἵστημι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] όρθιο [[κάτι]], [[στήνω]] («[[ἔγχος]] μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) [[ιδρύω]], [[εγείρω]] («ἔστησε τρόπαια»)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>ἵσταμαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] όρθιος, [[στέκομαι]]<br /><b>2.</b> (για οικοδομήματα) υψώνομαι, βρίσκομαι σε κάποια [[θέση]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[πορνεύω]], εκδίδομαι επί χρήμασι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[παρατάσσω]] («πεζοὺς δ' ἐξόπισθε στῆσεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον να σταθεί, [[σταματώ]], [[αναχαιτίζω]] (α. «στήσαντες τὴν ἑαυτῶν [[φάλαγγα]]» — [[αφού]] έκαναν τη φάλαγγά τους να σταματήσει, <b>Ξεν.</b><br />β. | |mltxt=[[ἵστημι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] όρθιο [[κάτι]], [[στήνω]] («[[ἔγχος]] μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) [[ιδρύω]], [[εγείρω]] («ἔστησε τρόπαια»)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>ἵσταμαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] όρθιος, [[στέκομαι]]<br /><b>2.</b> (για οικοδομήματα) υψώνομαι, βρίσκομαι σε κάποια [[θέση]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[πορνεύω]], εκδίδομαι επί χρήμασι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[παρατάσσω]] («πεζοὺς δ' ἐξόπισθε στῆσεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον να σταθεί, [[σταματώ]], [[αναχαιτίζω]] (α. «στήσαντες τὴν ἑαυτῶν [[φάλαγγα]]» — [[αφού]] έκαναν τη φάλαγγά τους να σταματήσει, <b>Ξεν.</b><br />β. «ῥοῦνστῆσαι».<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να σηκωθεί, [[διεγείρω]], [[ανακινώ]] («κονίης ἱστᾱσιν ὁμίχλην» — σηκώνουν [[σύννεφο]] σκόνης, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]], [[διορίζω]] («[[ἵστημι]] [[βασιλέα]]»)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]], [[ιδρύω]] («[[ἵστημι]] νόμους»)<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]], [[κάνω]] («στῆσαι δύσκηλον χθόνα» — να κάνει την [[κατάσταση]] της χώρας ανίατη)<br /><b>7.</b> [[ζυγίζω]] («ἵστημὶ τι [[πρός]] τι»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἵστημι]] τὰ ὄμματα» — [[προσηλώνω]] [[κάπου]] τα μάτια μου απλανή<br />β) «[[ἵστημι]] τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασι» — [[προσηλώνω]] την [[προσοχή]] μου<br />γ) «[[ἵστημι]] λόγχην...» — [[σηκώνω]] το όπλο, ετοιμάζομαι να επιτεθώ<br />δ) «[[ἵστημι]] μάχην, φύλοπιν, φυλόπιδα, ἔριν» — [[εγείρω]] πόλεμο, [[προκαλώ]] την [[έκρηξη]] πολέμου, διαμάχης κ.λπ.<br />ε) «[[ἵστημι]] βοήν, κραυγήν» — [[βγάζω]] [[φωνή]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]]<br />στ) «ἐπὶ τὸ ἱστάναι [[ἔρχομαι]]» — [[καταφεύγω]] στο [[ζύγισμα]]<br /><b>9.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ἵσταμαι</i><br />α) [[είμαι]], βρίσκομαι («ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ [[ἕστασαν]] οὐδῷ)<br />β) βρίσκομαι σε μια [[κατάσταση]] («ἵνα ξυμφορᾱς ἢ χρείας ἕσταμεν» — σε ποιό [[σημείο]] συμφοράς ή ανάγκης βρισκόμαστε<br /><b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[κείμαι]] («[[ἵσταται]] κατὰ βορέαν» <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[σταματώ]], [[μένω]] [[ακίνητος]] («ἄγε δὴ [[στέωμεν]]»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παραμένω]] [[αργός]]<br />στ) [[μένω]] [[σταθερός]]<br />ζ) (για νόμους) [[θέτω]], [[ορίζω]]<br />η) <b>φρ.</b> i) «[[ἵσταται]]» — γίνεται [[στάση]], ξεσπάει [[αναταραχή]]<br />ii) «ἐπὶ ξυροῡ [[ἵσταται]] ἀκμῆς» — βρίσκεται στην [[κόψη]] του ξυραφιού, η [[κατάσταση]] έχει γίνει κρίσιμη<br />iii) «ἵσταμαι ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς» κ.λπ.<br />[[συμπεριφέρομαι]] άδικα, σωστά, ευλαβικά<br />iv) «[[ἵσταται]] ἡ [[κοιλία]]» — παρουσιάζεται [[δυσκοιλιότητα]]<br />ν) «[[ἵσταται]] νεῑκος, [[φύλοπις]]» κ.λπ.<br />αρχίζει, ξεσπάει [[φιλονικία]]<br />νί) (για χρόνο) [[αρχίζω]] (α. «ἔαρος νέου ἱσταμένου» — στην [[αρχή]] της άνοιξης<br />β. «μηνὸς ἱσταμένου» — στην [[αρχή]] του [[μήνα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>st</i><i>ā</i>- «[[στέκομαι]], [[στήνω]]». Από την απαθή [[βαθμίδα]] παράγεται απευθείας ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>στη</i>-<i>ν</i> που αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>sth</i><i>ā</i>-<i>m</i>, ενώ με αναδιπλασιασμό παράγεται ο [[ενεστώς]] <i>ἵ</i>-<i>στη</i>-<i>μι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σί</i>-<i>στη</i>-<i>μι</i>) που στην Ελληνική [[είναι]] [[αθέματος]] (πιθ. αναλογικά [[προς]] τα <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, <i>ἵ</i>-<i>η</i>-<i>μι</i>), σε άλλες όμως γλώσσες παρουσιάζει θεματικούς τ., όπως το αρχ. ινδ. <i>ti</i>-<i>sth</i>-<i>ati</i> «στέκεται» και το λατ. <i>si</i>-<i>st</i>-<i>it</i> «σταματά, στήνει». Η μεταβατική [[σημασία]] του [[ἵστημι]], αν και διακρίνεται και στο λατ. <i>sisto</i> «[[στήνω]]», θα [[πρέπει]] [[μάλλον]] να οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[τίθημι]] και του μεταβατικού σιγμόληκτου αορ. <i>ἔ</i>-<i>στη</i>-<i>σα</i>. Ο [[τελευταίος]] σχηματίστηκε εκ παραλλήλου [[προς]] τον <i>ἔστην</i> (πρβλ. <i>ἔφυν</i>-<i>εφυσα</i>) και απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στη</i>-<i>κ</i>-<i>α</i>, αντιθέτως, [[είναι]] [[αμετάβατος]] και, αν εξαιρέσει [[κανείς]] την [[παρέκταση]] -<i>u</i>- που απαντά μόνο στην Ελληνική, αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>ta</i>-<i>sthau</i> και στο λατ. <i>ste</i>-<i>ti</i>. Οι τ. του πληθ. στον ενεστώτα <i>ἵ</i>-<i>στᾰ</i>-<i>μεν</i>, <i>ἵ</i>-<i>στᾰ</i>-<i>τε</i> και στον αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>στᾰ</i>-<i>μεν</i>, <i>ἔ</i>-<i>στᾰ</i>-<i>τε</i> εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>st</i><i>ә</i>- της ρίζας <i>st</i><i>ā</i>-, όπως και το ρηματικό επίθ. <i>στă</i>-<i>τός</i> που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>sthi</i>-<i>ta</i>- και στο λατ. <i>stă</i>-<i>tus</i>. Το νεοελλ. [[στέκω]] / -<i>ομαι</i> προέρχεται από την υποτ. <i>ἐστήκω</i> του παρακμ. <i>ἔστηκα</i>, ενώ το [[στήνω]] από τον αόρ. <i>ἔστησα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἁμάρτησα</i>-[[ἁμαρτάνω]], <i>ἔφθασα</i>-[[φθάνω]]. Διατηρούνται, εξάλλου, πολυάριθμα συνθ. με προθέσεις του μέσου <i>ἵσταμαι</i>, [[πολλά]] από τα οποία έχουν ενεργητική [[σημασία]] (πρβλ. <i>αφ</i>-[[ίσταμαι]], <i>δι</i>-[[ίσταμαι]], <i>εγ</i>-<i>καθ</i>-[[ίσταμαι]], <i>συμπαρ</i>-[[ίσταμαι]] <b>κ.λπ.</b>). Αποκλειστικά ως β' συνθετικό λέξεων εμφανίζεται το παρ. -[[στάτης]] (πρβλ. <i>επι</i>-[[στάτης]], <i>ορθο</i>-[[στάτης]], <i>παρα</i>-[[στάτης]], <i>προ</i>-[[στάτης]] <b>κ.λπ.</b>). Άμεσα παρ. του ρ. μπορούν να θεωρηθούν [[επίσης]] τα [[στατήρ]](<i>ας</i>), [[στάσις]](-<i>η</i>), που διατηρούνται και [[σήμερα]], και το αρχ. [[στῆμα]] «[[στήριγμα]]», που διατηρείται ως β' συστατικό πολλών λ. (πρβλ. <i>ανά</i>-<i>στημα</i>, <i>διά</i>-<i>στημα</i>, [[παρά]]-<i>στημα</i>, <i>σύ</i>-<i>στημα</i> <b>κ.λπ.</b>). Με το [[ἵστημι]] συνδέονται, εξάλλου, αρκετές λ., οι οποίες όμως παρουσιάζουν μεγαλύτερη μορφολογική [[αυτοτέλεια]] και εξειδικευμένη [[σημασία]]. Τέτοιες [[είναι]] οι [[ιστός]], [[στάδην]], [[στάδιον]], [[στάδιος]], [[σταθμός]], <i>σταμίνες</i>, [[στάμνος]], [[σταυρός]], [[στήλη]], [[στήμων]], [[στοά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό<br />στη Νέα Ελληνική διατηρείται μόνο η [[μέση]] [[φωνή]]) [[ανθίστημι]], [[ανίστημι]], [[αντικαθίστημι]], <i>αποκαθίστημι</i>, <i>αφίστημι</i>, [[διίστημι]], <i>εγκαθίστημι</i>, [[ενίστημι]], [[εξανίστημι]], <i>εξίστημι</i>, [[επανίστημι]], [[καθίστημι]], [[παρίστημι]], [[προΐστημι]], [[συγκαθίστημι]], [[συμπαρίστημι]], [[συνίστημι]], [[υποκαθίστημι]], [[υφίστημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφίστημι]], [[αντανίστημι]], <i>αντενίστημι</i>, [[αντεφίστημι]], <i>αντιδιίστημι</i>, [[αντιμεθίστημι]], <i>αντιπαρίστημι</i>, [[αντιπεριίστημι]], [[απανίστημι]], [[αποδιίστημι]], <i>αποσυνίστημι</i>, [[διανίστημι]], [[διαπαρίστημι]], [[διασυνίστημι]], <i>διαφίστημι</i>, [[εξαφίστημι]], [[εξυπανίστημι]], <i>επεξανίστημι</i>, <i>επιδιίστημι</i>, [[επικαθίστημι]], [[επίσταμαι]], [[επισυνίστημι]], [[εφίστημι]], [[καταδιίστημι]], [[καταπεριίστημι]], [[μετανίστημι]], [[παρακαθίστημι]], [[παρανίστημι]], [[παρεξίστημι]], [[παρυφίστημι]], [[περιανίστημι]], [[προανίστημι]], [[προδιασυνίστημι]], [[προδιίστημι]], [[προεφίστημι]], [[προκαθίστημι]], [[προσαφίστημι]], [[προσδιίστημι]], [[προσεξίστημι]], [[προσίστημι]], [[προσκαθίστημι]], [[προσσυνίστημι]], [[προσυνίστημι]], [[συμμεθίστημι]], [[συνανίστημι]], [[συναποκαθίστημι]], [[συναφίστημι]], [[συνεξανίστημι]], [[συνεπανίστημι]], [[συνεφίστημι]], [[συνυφίστημι]], <i>υπανίστημι</i>, <i>υπαφίστημι</i>, [[υπεξίστημι]], [[υπερκαθίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατεξανίσταμαι]], [[προϋφίσταμαι]]]. | ||
}} | }} |