μεταλλεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῦν " to "οῦν"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταλλεύω]])<br />[[ανασκάπτω]] [[μεταλλείο]], [[εξορύσσω]] [[μετάλλευμα]], [[εξάγω]] από τη γη [[μέταλλο]] («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[εκμεταλλεύομαι]] [[μεταλλεία]] ή μεταλλοφόρα στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] κάποιον να εργάζεται σε [[μεταλλεία]]<br /><b>2.</b> (για πολιορκητές) [[εκτελώ]] υπονομευτικά έργα, [[σκάβω]] υπόγειες σήραγγες («μεταλλεύοντες τὰς ὑπονόμους σήραγγας», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[σκάβω]] υπονόμους<br /><b>4.</b> [[ζητώ]], [[ερευνώ]]<br /><b>5.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] («ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν
|mltxt=(ΑM [[μεταλλεύω]])<br />[[ανασκάπτω]] [[μεταλλείο]], [[εξορύσσω]] [[μετάλλευμα]], [[εξάγω]] από τη γη [[μέταλλο]] («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[εκμεταλλεύομαι]] [[μεταλλεία]] ή μεταλλοφόρα στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] κάποιον να εργάζεται σε [[μεταλλεία]]<br /><b>2.</b> (για πολιορκητές) [[εκτελώ]] υπονομευτικά έργα, [[σκάβω]] υπόγειες σήραγγες («μεταλλεύοντες τὰς ὑπονόμους σήραγγας», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[σκάβω]] υπονόμους<br /><b>4.</b> [[ζητώ]], [[ερευνώ]]<br /><b>5.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] («ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦνἄκακον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταλλεύομαι</i><br />μεταστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] ή [[μεταλλεύς]].
ἄκακον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταλλεύομαι</i><br />μεταστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] ή [[μεταλλεύς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm