καταρρήγνυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρρήγνυμι]] και καταρρηγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]] («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταξεσκίζω]], [[κατακομματιάζω]] («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» — έσκισαν τα ιμάτια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταρρήγνυμαι</i> και <i>καταρρηγνυομαι</i><br />α) (για [[τρικυμία]], καταρράκτη <b>κ.λπ.</b>) [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />β) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] και με [[ορμή]] («χειμὼν κατερράγη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) εκδηλώνομαι απότομα, [[ξεσπώ]] («ἐξ οὗ γὰρ ἡμῑν ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (για γη) [[σχηματίζω]] ρωγμές, σκίζομαι («[[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) (για κτίσματα) ερειπώνομαι<br />στ) έχω βίαιες κενώσεις, [[πάσχω]] από [[διάρροια]]<br />ζ) (για την [[εμμηνόρροια]]) εκκρίνομαι με [[αφθονία]]<br />η) (για [[οίδημα]]) [[σπάζω]]<br />θ) (για τη [[γλώσσα]] και τα χείλη) έχω σχισμές, [[είμαι]] σκασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]], [[κομματιάζω]]»].
|mltxt=[[καταρρήγνυμι]] και καταρρηγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]] («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταξεσκίζω]], [[κατακομματιάζω]] («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» — έσκισαν τα ιμάτια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταρρήγνυμαι</i> και <i>καταρρηγνυομαι</i><br />α) (για [[τρικυμία]], καταρράκτη <b>κ.λπ.</b>) [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />β) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] και με [[ορμή]] («χειμὼν κατερράγη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) εκδηλώνομαι απότομα, [[ξεσπώ]] («ἐξ οὗ γὰρ ἡμῖν ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (για γη) [[σχηματίζω]] ρωγμές, σκίζομαι («[[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) (για κτίσματα) ερειπώνομαι<br />στ) έχω βίαιες κενώσεις, [[πάσχω]] από [[διάρροια]]<br />ζ) (για την [[εμμηνόρροια]]) εκκρίνομαι με [[αφθονία]]<br />η) (για [[οίδημα]]) [[σπάζω]]<br />θ) (για τη [[γλώσσα]] και τα χείλη) έχω σχισμές, [[είμαι]] σκασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]], [[κομματιάζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm