ἐνεργός: Difference between revisions

m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐνεργός]], -όν) [[έργον]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ενέργεια]], σε ενεργό [[υπηρεσία]] («[[ενεργός]] [[στρατός]]»)<br /><b>2.</b> [[ενεργητικός]], σε [[ενέργεια]] (σε [[αντίθεση]] με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική [[κατάσταση]])<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> «ενεργό [[κεφάλαιο]]» — [[κεφάλαιο]] που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το «νεκρό ή [[αργό]] [[κεφάλαιο]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εργαζόμενος, που βρίσκεται σε [[εργασία]], που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῑσαι χρήματ'..., [[ὅπως]] ἄν ἐνεργοί ὦσιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> που ασκεί την [[εργασία]] του, που βρίσκεται εν ενεργεία<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] ή [[έτοιμος]] για [[δράση]]<br /><b>4.</b> [[ισχυρός]], [[αποτελεσματικός]] («[[ἐνεργός]] [[προσβολή]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῑσθαι τὴν πορείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για γη, [[χώρα]]) [[παραγωγικός]], [[εύφορος]], [[αποδοτικός]] («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[απλώς]]) καλλιεργημένος<br /><b>8.</b> «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν [[κέρδος]]<br /><b>9.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] δραστικό («ἡ [[γεωργία]] ἐνεργὸν ποιεῑ τὴν τροφήν», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενεργώς</i><br />με σημαντική προσωπική [[συμμετοχή]] σε μια ομαδική [[προσπάθεια]], με εντατική [[δράση]], με δραστική [[ενέργεια]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐνεργός]], -όν) [[έργον]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ενέργεια]], σε ενεργό [[υπηρεσία]] («[[ενεργός]] [[στρατός]]»)<br /><b>2.</b> [[ενεργητικός]], σε [[ενέργεια]] (σε [[αντίθεση]] με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική [[κατάσταση]])<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> «ενεργό [[κεφάλαιο]]» — [[κεφάλαιο]] που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το «νεκρό ή [[αργό]] [[κεφάλαιο]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εργαζόμενος, που βρίσκεται σε [[εργασία]], που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῑσαι χρήματ'..., [[ὅπως]] ἄν ἐνεργοί ὦσιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> που ασκεί την [[εργασία]] του, που βρίσκεται εν ενεργεία<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] ή [[έτοιμος]] για [[δράση]]<br /><b>4.</b> [[ισχυρός]], [[αποτελεσματικός]] («[[ἐνεργός]] [[προσβολή]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για γη, [[χώρα]]) [[παραγωγικός]], [[εύφορος]], [[αποδοτικός]] («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[απλώς]]) καλλιεργημένος<br /><b>8.</b> «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν [[κέρδος]]<br /><b>9.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] δραστικό («ἡ [[γεωργία]] ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενεργώς</i><br />με σημαντική προσωπική [[συμμετοχή]] σε μια ομαδική [[προσπάθεια]], με εντατική [[δράση]], με δραστική [[ενέργεια]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm