χολώ: Difference between revisions

No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).<br /><b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).<br /><b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]].
}}
}}