υπόδημα: Difference between revisions

m
Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο"
(43)
 
m (Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑπόδημα]], ΝΜΑ, και τ. πληθ. ποδήματα και ποδέματα Ν, και ὑπόδημαν Μ [[ὑποδέω]]<br />ειδικό εξωτερικό [[κάλυμμα]] για τα πόδια, κατασκευασμένο [[συνήθως]] από [[δέρμα]] και ενισχυμένο στο [[κάτω]] [[μέρος]] με χοντρό [[πέλμα]] και [[τακούνι]], [[παπούτσι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα υποδήματα</i> και <i>ποδήματα</i><br />(ειδικά) οι μπότες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέλμα]] από [[δέρμα]] συγκρατούμενο στο [[πόδι]] με ιμάντες, [[σανδάλι]] («ποσὶν... ὑποδήματα δοῡσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέταλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπόδημα]] κοῑλον» — [[περίβλημα]] του ποδιού που φτάνει [[μέχρι]] τα σφυρά και καλύπτει [[ολόκληρο]] το [[πόδι]] (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />β) «εἰς ὑποδήματα [[γράφω]]» — [[καταχωρίζω]] ως [[πληρωμή]] για υποδήματα <b>(Λυσ.)</b><br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «δεξιὸν εἰς [[ὑπόδημα]], ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα»<br />(πιθ. για τον Θηραμένη) λεγόταν για άνθρωπο έτοιμο ή πρόθυμο να κάνει τα [[πάντα]] (λεξ. [[Σούδα]]).
|mltxt=το / [[ὑπόδημα]], ΝΜΑ, και τ. πληθ. ποδήματα και ποδέματα Ν, και ὑπόδημαν Μ [[ὑποδέω]]<br />ειδικό εξωτερικό [[κάλυμμα]] για τα πόδια, κατασκευασμένο [[συνήθως]] από [[δέρμα]] και ενισχυμένο στο [[κάτω]] [[μέρος]] με χοντρό [[πέλμα]] και [[τακούνι]], [[παπούτσι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα υποδήματα</i> και <i>ποδήματα</i><br />(ειδικά) οι μπότες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέλμα]] από [[δέρμα]] συγκρατούμενο στο [[πόδι]] με ιμάντες, [[σανδάλι]] («ποσὶν... ὑποδήματα δοῡσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέταλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπόδημα]] κοῖλον» — [[περίβλημα]] του ποδιού που φτάνει [[μέχρι]] τα σφυρά και καλύπτει [[ολόκληρο]] το [[πόδι]] (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />β) «εἰς ὑποδήματα [[γράφω]]» — [[καταχωρίζω]] ως [[πληρωμή]] για υποδήματα <b>(Λυσ.)</b><br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «δεξιὸν εἰς [[ὑπόδημα]], ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα»<br />(πιθ. για τον Θηραμένη) λεγόταν για άνθρωπο έτοιμο ή πρόθυμο να κάνει τα [[πάντα]] (λεξ. [[Σούδα]]).
}}
}}