3,258,372
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς | |mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[επιτυχής]], [[αποτελεσματικός]] («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ιδίως]] για [[άμυνα]], [[ασφαλής]] («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ [[τοὐναντίον]] τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτευκτικόν</i><br />το [[θέλγητρο]] για την [[εξασφάλιση]] επιτυχίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτευκτικῶς</i> (Α)<br />με [[επιτηδειότητα]], εύστοχα. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτευκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> способный достичь, могущий выполнить ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> достигающий цели, преуспевающий ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> доступный, удобопроходимый, благоприятный ([[χώρα]] Polyb.). | |elrutext='''ἐπιτευκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> способный достичь, могущий выполнить ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> достигающий цели, преуспевающий ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> доступный, удобопроходимый, благоприятный ([[χώρα]] Polyb.). | ||
}} | }} |