εμποδίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
(11)
 
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μποδίζω]] και μποδάω (AM [[ἐμποδίζω]], Μ και ἀμποδίζω και [[μποδίζω]])<br />[[παρεμβάλλω]] [[εμπόδιο]], [[γίνομαι]] ο [[ίδιος]] [[εμπόδιο]], [[εναντιώνομαι]] σε [[κάτι]], [[απαγορεύω]], [[δυσχεραίνω]], [[παρακωλύω]] («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται [[θαμά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) (<i>ε</i>)<i>μποδισμένος</i><br />απαγορευμένος ως [[προς]] [[κάτι]] («[ε]μποδισμένο [[χωράφι]]» — στο οποίο απαγορεύεται η [[βοσκή]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> ματαιώνομαι («νά μὴν τὸ [[μάθη]] ὁ Φλώριος καὶ ἐμποδιστῆ τὸ πρᾱγμα», Φλώρ.)<br /><b>2.</b> δυσκολεύομαι, [[βρίσκω]] εμπόδια («[[ὅταν]] εἰς [[γῆρας]] γὰρ ἐλθῇ..., ἀμβλυωπεῑ... μποδίζεται βαδίζειν», Φυσιολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] τα πόδια κάποιου, [[δεσμεύω]] («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας [[ὀπίσω]] δήσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[γίνομαι]] [[εμπόδιο]] («ἐμποδιοῡσιν ἀλλήλαις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πιέζω]] με το [[πόδι]], [[πατικώνω]], [[συμπιέζω]], [[πλαταίνω]] [[κάτι]] («[[ὥσπερ]] ἐμποδίζων ἰσχάδας» — σαν να συμπιέζει με το [[πόδι]] [[ξερά]] σύκα, για να τά αρμαθιάσει, να τά κάνει αρμαθιές, τσαπέλες<br /><b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=και [[μποδίζω]] και μποδάω (AM [[ἐμποδίζω]], Μ και ἀμποδίζω και [[μποδίζω]])<br />[[παρεμβάλλω]] [[εμπόδιο]], [[γίνομαι]] ο [[ίδιος]] [[εμπόδιο]], [[εναντιώνομαι]] σε [[κάτι]], [[απαγορεύω]], [[δυσχεραίνω]], [[παρακωλύω]] («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται [[θαμά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) (<i>ε</i>)<i>μποδισμένος</i><br />απαγορευμένος ως [[προς]] [[κάτι]] («[ε]μποδισμένο [[χωράφι]]» — στο οποίο απαγορεύεται η [[βοσκή]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> ματαιώνομαι («νά μὴν τὸ [[μάθη]] ὁ Φλώριος καὶ ἐμποδιστῆ τὸ πρᾱγμα», Φλώρ.)<br /><b>2.</b> δυσκολεύομαι, [[βρίσκω]] εμπόδια («[[ὅταν]] εἰς [[γῆρας]] γὰρ ἐλθῇ..., ἀμβλυωπεῑ... μποδίζεται βαδίζειν», Φυσιολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] τα πόδια κάποιου, [[δεσμεύω]] («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας [[ὀπίσω]] δήσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[γίνομαι]] [[εμπόδιο]] («ἐμποδιοῦσιν ἀλλήλαις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πιέζω]] με το [[πόδι]], [[πατικώνω]], [[συμπιέζω]], [[πλαταίνω]] [[κάτι]] («[[ὥσπερ]] ἐμποδίζων ἰσχάδας» — σαν να συμπιέζει με το [[πόδι]] [[ξερά]] σύκα, για να τά αρμαθιάσει, να τά κάνει αρμαθιές, τσαπέλες<br /><b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}