κορίαννο: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ"
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
}}
}}