3,273,401
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) | |lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |