εὔλογος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔλογος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, [[λογικός]], προσήκων, [[κατάλληλος]], νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) [[εὔλογος]], [[δίκαιος]], [[πρόφασις]] Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. [[μετὰ]] τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[εἰκότως]], ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
|lstext='''εὔλογος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, [[λογικός]], προσήκων, [[κατάλληλος]], νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) [[εὔλογος]], [[δίκαιος]], [[πρόφασις]] Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[εἰκότως]], ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly