θέρω: Difference between revisions

4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέρω''': (ἴδε ἐν τέλ.), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· θέρων [[ἕλκος]] = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, [[μετὰ]] Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507· ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει [[ἐνιαχοῦ]] καὶ παρὰ πεζοῖς), [[γίνομαι]] [[ζεστός]], [[θερμός]], θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, [[φόως]] [[ἔμεν]] ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507· ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953· [[ὁπόταν]]... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C· εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6· θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2· θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26· παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F· μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, [[μήπως]] καῇ διὰ [[πυρός]], Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω ([[ὡσαύτως]] [[ἴσως]] θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)· πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)· Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ [[ἴσως]] fer-vo, ferveo, febris· Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)· Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.)
|lstext='''θέρω''': (ἴδε ἐν τέλ.), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· θέρων [[ἕλκος]] = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, μετὰ Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507· ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει [[ἐνιαχοῦ]] καὶ παρὰ πεζοῖς), [[γίνομαι]] [[ζεστός]], [[θερμός]], θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, [[φόως]] [[ἔμεν]] ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507· ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953· [[ὁπόταν]]... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C· εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6· θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2· θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26· παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F· μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, [[μήπως]] καῇ διὰ [[πυρός]], Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω ([[ὡσαύτως]] [[ἴσως]] θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)· πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)· Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ [[ἴσως]] fer-vo, ferveo, febris· Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)· Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.)
}}
}}
{{bailly
{{bailly