3,273,446
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομπέω''': ([[κόμπος]]) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, [[ἐπικρούω]] πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπως]] ἴδω [[μήπως]] [[εἶναι]] βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― [[κόμπος]]. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ | |lstext='''κομπέω''': ([[κόμπος]]) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, [[ἐπικρούω]] πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπως]] ἴδω [[μήπως]] [[εἶναι]] βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― [[κόμπος]]. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις [[αὐτόθι]] 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει [[καύχησις]], Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. [[ὅπως]]…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ [[κομπάζω]], σπάνιον παρὰ πεζογράφοις. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |