λιτή: Difference between revisions

12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐτή''': ἡ, ([[λίτομαι]]) [[προσευχή]], [[παράκλησις]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., λιτῇσι λίσσεσθαι Ὀδ. Λ. 34· ἐς λιτὰς καταβαίνειν Ἡρόδ. 1. 116· λιταῖς ἀποτρέπει [αὐτὸν] μή... πορεύεσθαι [[αὐτόθι]] 105· λιταῖς πείθειν τινὰ Πινδ. Ο. 2. 144, πρβλ. 8. 10· μαλθάσσειν [[κέαρ]] λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1009· λιταῖς εὔχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 499· λιτᾶν ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 396· λιτὰς κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 172, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1233, κτλ· λιταῖς σεβίζειν Σοφ. Ο. Κ. 1558· λιτὰς ἐπεύχεσθαι [[αὐτόθι]] 484· λ. δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1019· ἐν λιταῖς στέλλειν, [[μετὰ]] προσευχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 60· λιταὶ [[ἐμαυτοῦ]] ξυμμάχων τε, δεήσεις [[ὑπὲρ]] [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τῶν συμμ., Σοφ. Ο. Κ. 1309· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου δέεταί τις, γενείου τοῦδ’... ἐκτεῖναι λιτὰς Εὐρ. Ὀρ. 290· ἴδε ἐν λέξ. [[λιτανός]]. ΙΙ. Λιταί, προσευχαὶ θλίψεως καὶ μετανοίας εὐστόχως προσωποποιούμεναι ὡς θεαὶ ἐν Ἰλ. Ι. 502 κἑξ.· πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 351. 2) Ἐκκλ. = [[λιτανεία]], Ἰωάνν. Μόσχ. 3101Β, Χρον. Πασχ. 702, 9, κλ. β) ἐν τῇ [[ἱεροτελεστία]], [[λιτανεία]] ἐκ τοῦ τοῦ ναοῦ εἰς τὸν νάρθηκα μικρὸν [[μετὰ]] τὴν κεφαλοκλισίαν.
|lstext='''λῐτή''': ἡ, ([[λίτομαι]]) [[προσευχή]], [[παράκλησις]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., λιτῇσι λίσσεσθαι Ὀδ. Λ. 34· ἐς λιτὰς καταβαίνειν Ἡρόδ. 1. 116· λιταῖς ἀποτρέπει [αὐτὸν] μή... πορεύεσθαι [[αὐτόθι]] 105· λιταῖς πείθειν τινὰ Πινδ. Ο. 2. 144, πρβλ. 8. 10· μαλθάσσειν [[κέαρ]] λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1009· λιταῖς εὔχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 499· λιτᾶν ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 396· λιτὰς κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 172, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1233, κτλ· λιταῖς σεβίζειν Σοφ. Ο. Κ. 1558· λιτὰς ἐπεύχεσθαι [[αὐτόθι]] 484· λ. δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1019· ἐν λιταῖς στέλλειν, μετὰ προσευχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 60· λιταὶ [[ἐμαυτοῦ]] ξυμμάχων τε, δεήσεις [[ὑπὲρ]] [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τῶν συμμ., Σοφ. Ο. Κ. 1309· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγματος ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου δέεταί τις, γενείου τοῦδ’... ἐκτεῖναι λιτὰς Εὐρ. Ὀρ. 290· ἴδε ἐν λέξ. [[λιτανός]]. ΙΙ. Λιταί, προσευχαὶ θλίψεως καὶ μετανοίας εὐστόχως προσωποποιούμεναι ὡς θεαὶ ἐν Ἰλ. Ι. 502 κἑξ.· πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 351. 2) Ἐκκλ. = [[λιτανεία]], Ἰωάνν. Μόσχ. 3101Β, Χρον. Πασχ. 702, 9, κλ. β) ἐν τῇ [[ἱεροτελεστία]], [[λιτανεία]] ἐκ τοῦ τοῦ ναοῦ εἰς τὸν νάρθηκα μικρὸν μετὰ τὴν κεφαλοκλισίαν.
}}
}}
{{bailly
{{bailly