3,274,921
edits
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηδεύω''': ([[κῆδος]]) ἐπιμελοῦμαί τινος, [[φροντίζω]], περιποιοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 1323, Ο. Κ. 740· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 606, Εὐρ. Ι. Τ. 1213· νύμφην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 888· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 883. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηδεύοντα· ἐπιστατοῦντα, κηδόμενον». 2) [[φροντίζω]] [[ὅπως]] ἀποδώσω τὰς τελευταίας περιποιήσεις εἰς νεκρόν, [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[αὐτοῦ]], [[ἐνταφιάζω]] αὐτόν, πενθῶ, κτλ. (πρβλ. [[κῆδος]] Ι. 2, [[κηδεμών]]), ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθεὶς [[τάλας]] Σοφ. Ἠλ. 1141, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 983· μ’ ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 604· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσὶ Δημάδ. 179. 30, πρβλ. Πολύβ. 5. 10, 4, Πλουτ. Ἀλέξ. 56· βασιλέων κηδευομένων Ἀριστ. Ἀποσπ. 476· κεκηδευμένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 4· εἰς ἣν σορὸν οὐδενὶ ἐξέσται ἕτερον [[πτῶμα]] κηδεῦσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. 3. ΙΙ. [[παρά]] τινος γυναῖκα [[λαμβάνω]], ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς (Μοῖρις), [[συνάπτω]] συγγένειαν δι’ ἐπιγαμίας, [[γίνομαι]] [[συγγενής]] τινος, «συμπεθερεύω», τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890· | |lstext='''κηδεύω''': ([[κῆδος]]) ἐπιμελοῦμαί τινος, [[φροντίζω]], περιποιοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 1323, Ο. Κ. 740· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 606, Εὐρ. Ι. Τ. 1213· νύμφην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 888· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 883. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηδεύοντα· ἐπιστατοῦντα, κηδόμενον». 2) [[φροντίζω]] [[ὅπως]] ἀποδώσω τὰς τελευταίας περιποιήσεις εἰς νεκρόν, [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[αὐτοῦ]], [[ἐνταφιάζω]] αὐτόν, πενθῶ, κτλ. (πρβλ. [[κῆδος]] Ι. 2, [[κηδεμών]]), ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθεὶς [[τάλας]] Σοφ. Ἠλ. 1141, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 983· μ’ ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 604· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσὶ Δημάδ. 179. 30, πρβλ. Πολύβ. 5. 10, 4, Πλουτ. Ἀλέξ. 56· βασιλέων κηδευομένων Ἀριστ. Ἀποσπ. 476· κεκηδευμένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 4· εἰς ἣν σορὸν οὐδενὶ ἐξέσται ἕτερον [[πτῶμα]] κηδεῦσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. 3. ΙΙ. [[παρά]] τινος γυναῖκα [[λαμβάνω]], ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς (Μοῖρις), [[συνάπτω]] συγγένειαν δι’ ἐπιγαμίας, [[γίνομαι]] [[συγγενής]] τινος, «συμπεθερεύω», τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κηδ. [[λέχος]], νυμφεύομαι, [[ὑπανδρεύομαι]], Σοφ. Τρ. 1227, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 10· μετὰ δοτ. προσώπ., [[συνάπτω]] σχέσεις μετά τινος δι’ ἐπιγαμίας, Εὐρ. Ἱππ. 634, Ἀποσπ. 399, Δημ. 1372. 25, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ἔχω τοιαύτην συγγένειαν, Εὐρ. Φοίν. 347. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ συγγενῆ μου διὰ γάμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1202· [[ὡσαύτως]], κ. τὴν θυγατέρα τινί, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 10, 2· ― ἀπολ., οἱ κηδεύοντες, οἱ συνάψαντες τὸν γάμον, Εὐρ. Μήδ. 367. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |