μαίνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαίνομαι''': μέλλ. μᾰνοῦμαι Ἡρόδ. 1. 109, μᾰνήσομαι Ἀνθ. Π. 11. 116, Διογ. Λ. 7. 118, ἀλλ’ [[οὔτε]] ὁ πρῶτος [[οὔτε]] ὁ [[δεύτερος]] ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. μέμηνα Ἀλκμὰν 62, καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ μεμάνημαι [ᾰ] Θεόκρ. 10. 31· παθ. ἀόρ. ἐμάνην, μετοχ. μᾰνείς, ἀπαρ. μᾰνῆναι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἐμήναο, μήνατο Βίων 1. 61, Θεόκρ. 20. 34 (πρβλ. ἐπιμαίνομαι)· μηνάμενος Ἀνθ. Π. 9. 35· - περὶ τῶν ἐνεργ. τύπων ἴδε κατωτ. ΙΙ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἐκ τῆς ῥίζης √ΜΑ, *μάω). Μαίνομαι, εἶμαι [[μανιώδης]], ἐν Ἰλ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμικῆς μανίας ἢ ὁρμῆς, μαίνεσθαι ἐάσομεν [[οὖλον]] Ἄρηα Ε. 717, πρβλ. Ζ. 101, Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· οὕτω, χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Ἰλ. Π. 245· μαίνεται [[ἐγχείη]] Π. 75· [[δόρυ]] μαίνεται ἐν παλάμησιν Θ. 111· - [[ὡσαύτως]], [[μαίνομαι]] ἐξ ὀργῆς, [[πατήρ]]... φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν [[αὐτόθι]] 360· ἐνὶ φρεσὶ μ. [[ἦτορ]] [[αὐτόθι]] 413· φρεσὶ μαινομένῃσιν Ω. 114· μαινομένᾳ κραδίᾳ Αἰσχύλ. Θήβ. 781, Εὐρ. Μήδ. 432· μανείσᾳ πραπίδι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 999· ὁ μανείς, ὁ [[παράφρων]], «τρελλός», Σοφ. Αἴ. 726· μ. καὶ [[παραπαίω]], Πλάτ. Συμπ. 173Ε, κτλ.· εἶμαι [[παράφρων]] [[ἕνεκα]] οἰνοποσίας, Ὀδ. Σ. 406., Φ. 298· μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 2· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ Βακχικῆς μανίας, μαινόμενος [[Διόνυσος]] Ἰλ. Ζ. 132· [Θυιάδες] μαινόμεναι Σοφ. Ἀντ. 1152· μαίνεσθαι Διονύσῳ Παυσ. 2. 7, 5· ἐπὶ τῷ Δ. Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 5· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ., διατελῶ ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ..., [[γίνομαι]] [[παράφρων]] τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ..., Ἡρόδ. 4. 79, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· πρβλ. [[μάντις]]· - τὸ μαίνεσθαι, [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Ο. Κ. 1537· [[πλεῖν]] ἢ [[μαίνομαι]], πλειότερόν τι τῆς παραφροσύνης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 103. 751· - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προσδιορισμοῦ τοῦ τρόπου, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ἰλ. Θ. 355· τάδε μαίνεται Ε. 185· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., μεμηνότ’ οὐ σμικρὰν νόσον Αἰσχύλ. Πρ. 977· μ. μανίας Ἀριστοφ. Θεσμ. 793· μ. μανίαν ἐρρωμένην Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 25· [[μετὰ]] δοτ., μ. γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 966· τόλμῃ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· πόνοις, πρὸς τοὺς πόνους, ἢ [[ἕνεκα]] τῶν πόνων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 562· τοῖς εὑρήμασιν Εὐρ. Κύκλ. 465· οὕτω, ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 535· [[ἀμφί]] τινι Σιμων. Ἰαμβ. 6. 33· εἴς τι Διόδ. 14. 109· κατά τινος Λουκ. Ἀποκηρυτ. 1· ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἠλ. 1153. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μανιωδῶς φέρομαι, [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ὡς ὅτ’... ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνεται Ἰλ. Ο. 606, κτλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἢ ἄλλων στοιχείων, Wern. εἰς Τρυφ. 230· μαινόμενος [[οἶνος]], [[ἰσχυρός]], δυνατὸς [[οἶνος]], Πλάτ. Νόμ. 733D· ἐπὶ αἰσθημάτων, μαινομένη ἐλπὶς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· [[ἔρις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 936· ἄχεα Σοφοκλ. Αἴ. 757, πρβλ. Ἀντ. 135· σὺν μ. δόξᾳ Εὐριπ. Βάκχ. 887. 3) [[ἄμπελος]] μαινομένη, ἐπὶ ἀμπέλου ἥτις [[οὐδέποτε]] παύεται καρποφοροῦσα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 161, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 4. ΙΙ. ἀόριστός τις α΄ ἐνεργητικ. [[ἔμηνα]], [[μετὰ]] μεταβ. σημασίας ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 520, Ἀριστοφ. Θεσμ. 561· [[ἐμβάλλω]] εἰς μανίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν Εὐρ. Ι. Α. 581, ὁ Hermann διορθοῖ: ὅτε σε [[κρίσις]] ἔμανε [βέλτιον ἔμηνε] θεῶν, ἀντὶ ἔμενε (ἐνῷ παρὰ Βίωνι 1. 61, ὁ Brunck ἐπανορθοῖ τὸν μέσ. ἀόρ. ἐμήναο) ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας· - ὁ ἐνεστὼς μαίνω πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 70. 6· πρκμ. μεμάνηκα (ἐπι-) παρὰ Κυρίλλῳ· καὶ ἐν Ἐπικ. μετοχ. μεμανηώς, [[παράφρων]], παραφρονήσας, ἐν Χρησμ. Σιβ. 11 (9). 137.
|lstext='''μαίνομαι''': μέλλ. μᾰνοῦμαι Ἡρόδ. 1. 109, μᾰνήσομαι Ἀνθ. Π. 11. 116, Διογ. Λ. 7. 118, ἀλλ’ [[οὔτε]] ὁ πρῶτος [[οὔτε]] ὁ [[δεύτερος]] ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. μέμηνα Ἀλκμὰν 62, καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ μεμάνημαι [ᾰ] Θεόκρ. 10. 31· παθ. ἀόρ. ἐμάνην, μετοχ. μᾰνείς, ἀπαρ. μᾰνῆναι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἐμήναο, μήνατο Βίων 1. 61, Θεόκρ. 20. 34 (πρβλ. ἐπιμαίνομαι)· μηνάμενος Ἀνθ. Π. 9. 35· - περὶ τῶν ἐνεργ. τύπων ἴδε κατωτ. ΙΙ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἐκ τῆς ῥίζης √ΜΑ, *μάω). Μαίνομαι, εἶμαι [[μανιώδης]], ἐν Ἰλ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμικῆς μανίας ἢ ὁρμῆς, μαίνεσθαι ἐάσομεν [[οὖλον]] Ἄρηα Ε. 717, πρβλ. Ζ. 101, Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· οὕτω, χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Ἰλ. Π. 245· μαίνεται [[ἐγχείη]] Π. 75· [[δόρυ]] μαίνεται ἐν παλάμησιν Θ. 111· - [[ὡσαύτως]], [[μαίνομαι]] ἐξ ὀργῆς, [[πατήρ]]... φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν [[αὐτόθι]] 360· ἐνὶ φρεσὶ μ. [[ἦτορ]] [[αὐτόθι]] 413· φρεσὶ μαινομένῃσιν Ω. 114· μαινομένᾳ κραδίᾳ Αἰσχύλ. Θήβ. 781, Εὐρ. Μήδ. 432· μανείσᾳ πραπίδι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 999· ὁ μανείς, ὁ [[παράφρων]], «τρελλός», Σοφ. Αἴ. 726· μ. καὶ [[παραπαίω]], Πλάτ. Συμπ. 173Ε, κτλ.· εἶμαι [[παράφρων]] [[ἕνεκα]] οἰνοποσίας, Ὀδ. Σ. 406., Φ. 298· μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 2· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ Βακχικῆς μανίας, μαινόμενος [[Διόνυσος]] Ἰλ. Ζ. 132· [Θυιάδες] μαινόμεναι Σοφ. Ἀντ. 1152· μαίνεσθαι Διονύσῳ Παυσ. 2. 7, 5· ἐπὶ τῷ Δ. Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 5· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ., διατελῶ ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ..., [[γίνομαι]] [[παράφρων]] τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ..., Ἡρόδ. 4. 79, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· πρβλ. [[μάντις]]· - τὸ μαίνεσθαι, [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Ο. Κ. 1537· [[πλεῖν]] ἢ [[μαίνομαι]], πλειότερόν τι τῆς παραφροσύνης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 103. 751· - [[συχνάκις]] μετὰ προσδιορισμοῦ τοῦ τρόπου, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ἰλ. Θ. 355· τάδε μαίνεται Ε. 185· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μεμηνότ’ οὐ σμικρὰν νόσον Αἰσχύλ. Πρ. 977· μ. μανίας Ἀριστοφ. Θεσμ. 793· μ. μανίαν ἐρρωμένην Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 25· μετὰ δοτ., μ. γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 966· τόλμῃ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· πόνοις, πρὸς τοὺς πόνους, ἢ [[ἕνεκα]] τῶν πόνων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 562· τοῖς εὑρήμασιν Εὐρ. Κύκλ. 465· οὕτω, ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 535· [[ἀμφί]] τινι Σιμων. Ἰαμβ. 6. 33· εἴς τι Διόδ. 14. 109· κατά τινος Λουκ. Ἀποκηρυτ. 1· ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἠλ. 1153. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μανιωδῶς φέρομαι, [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ὡς ὅτ’... ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνεται Ἰλ. Ο. 606, κτλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἢ ἄλλων στοιχείων, Wern. εἰς Τρυφ. 230· μαινόμενος [[οἶνος]], [[ἰσχυρός]], δυνατὸς [[οἶνος]], Πλάτ. Νόμ. 733D· ἐπὶ αἰσθημάτων, μαινομένη ἐλπὶς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· [[ἔρις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 936· ἄχεα Σοφοκλ. Αἴ. 757, πρβλ. Ἀντ. 135· σὺν μ. δόξᾳ Εὐριπ. Βάκχ. 887. 3) [[ἄμπελος]] μαινομένη, ἐπὶ ἀμπέλου ἥτις [[οὐδέποτε]] παύεται καρποφοροῦσα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 161, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 4. ΙΙ. ἀόριστός τις α΄ ἐνεργητικ. [[ἔμηνα]], μετὰ μεταβ. σημασίας ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 520, Ἀριστοφ. Θεσμ. 561· [[ἐμβάλλω]] εἰς μανίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν Εὐρ. Ι. Α. 581, ὁ Hermann διορθοῖ: ὅτε σε [[κρίσις]] ἔμανε [βέλτιον ἔμηνε] θεῶν, ἀντὶ ἔμενε (ἐνῷ παρὰ Βίωνι 1. 61, ὁ Brunck ἐπανορθοῖ τὸν μέσ. ἀόρ. ἐμήναο) ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας· - ὁ ἐνεστὼς μαίνω πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 70. 6· πρκμ. μεμάνηκα (ἐπι-) παρὰ Κυρίλλῳ· καὶ ἐν Ἐπικ. μετοχ. μεμανηώς, [[παράφρων]], παραφρονήσας, ἐν Χρησμ. Σιβ. 11 (9). 137.
}}
}}
{{bailly
{{bailly