3,273,184
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡπέω''': ([[λύπη]]) προξενῶ λύπην, θλῖψιν, ἐνόχλησιν, [[εἴτε]] εἰς τὸ [[σῶμα]], [[εἴτε]] εἰς τὴν ψυχήν, [[θλίβω]], ἐνοχλῶ, τινα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 399, Ἡρόδ. 8. 144, Τραγ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ εὐφραίνειν, Εὐρ. Ἄλκ. 238· λέγεις, ἔφη, ἁρμόττειν οὐ τοὺς ἀκριβεῖς (θώρακας), ἀλλὰ τοὺς μὴ λυποῦντας ἐν τῇ χρείᾳ, ἀλλὰ τοὺς μὴ ἐνοχλοῦντας ἐν τῇ χρήσει, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., λυπεῖν μηδὲν αὐτὸν Εὐρ. Κύκλ. 338, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξεν. Κύρ. 3. 3. 50· ταὐτὰ [[ταῦτα]] λυποῦντες, ἃ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Πλάτ. Ἀπολ. 41Ε· - | |lstext='''λῡπέω''': ([[λύπη]]) προξενῶ λύπην, θλῖψιν, ἐνόχλησιν, [[εἴτε]] εἰς τὸ [[σῶμα]], [[εἴτε]] εἰς τὴν ψυχήν, [[θλίβω]], ἐνοχλῶ, τινα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 399, Ἡρόδ. 8. 144, Τραγ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ εὐφραίνειν, Εὐρ. Ἄλκ. 238· λέγεις, ἔφη, ἁρμόττειν οὐ τοὺς ἀκριβεῖς (θώρακας), ἀλλὰ τοὺς μὴ λυποῦντας ἐν τῇ χρείᾳ, ἀλλὰ τοὺς μὴ ἐνοχλοῦντας ἐν τῇ χρήσει, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., λυπεῖν μηδὲν αὐτὸν Εὐρ. Κύκλ. 338, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξεν. Κύρ. 3. 3. 50· ταὐτὰ [[ταῦτα]] λυποῦντες, ἃ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Πλάτ. Ἀπολ. 41Ε· - μετὰ μετοχ., ἐλύπει αὐτὸν ἡ [[χώρα]] πορθουμένη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 12· οὐ σκοπεῖς ὅ τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν Δημ. 559. 5· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, καὶ μ’ [[ἦμαρ]]... λυπεῖ, τί πράσσει Σοφ. Ο. Τ. 74, πρβλ. Ἠλ. 59· οὐδὲν ἐλύπησεν [αὐτό], [[ὥστε]] μή..., = ἔβλαψεν, Πλάτ. Κρατ. 393Ε, κτλ. 2) ἀπολ., προξενῶ πόνον ἢ λύπην, [[ἄγαν]] γε λυπεῖ Σοφ. Αἴ. 589, Ἀντ. 573, πρβλ. Ο. Τ. 1231· ἅπαν τὸ λυποῦν ἐστιν ἀνθρώπῳ [[νόσος]] ὀνόματ’ ἔχουσα πολλὰ Ἀντιφάν. ἐν «Ἰατρῷ» 1, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 9. 3) παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσιν, ἐπὶ ἱππικοῦ καὶ τῶν ψιλῶν στρατιωτῶν, ἐνοχλῶ, ταράττω, [[βλάπτω]] στράτευμά τι διὰ συνεχῶν ἐπιθέσεων, Ἡρόδ. 9. 40, πρβλ. 61, Θουκ. 6. 66, Ξεν., κτλ.· λῃσταί... τὴν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν Θουκ. 4. 53, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1427. II. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ., (Εὐρ. Μήδ. 474, κτλ.)· - ἔχω πόνον, λύπην, θλῖψιν, εἶμαι τεθλιμμένος, λυπεῖσθαι φρένα Θέογν. 593· γνώμῃ Θουκ. 2. 64· ἀντίθ. τῷ χαίρειν, ᾧ [[μήτε]] χαίρειν [[μήτε]] λυπεῖσθαι πάρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 555, κτλ.· μὴ λυπέεο, μὴ λυποῦ, Ἡρόδ. 8. 100· ὑπὸ θεραπαίνης ἐπίτηδες λ. Λυσ. 92. 37 - μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὰς ἐσχάτας λ. λύπας Πλάτ. Γοργ. 494Α, πρβλ. Φαίδωνα 85Α· [[ὡσαύτως]], διπλῇ τινι λύπῃ λ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 36Α· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., διά τι [[πρᾶγμα]] λυποῦμαι, Σοφ. Αἴ. 1086· [[πρός]] τι Θουκ. 2. 64, Πλάτ. Πολ. 585Α· διά τι Πλάτ. Φίληβ. 52Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 8· [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 354D· μετὰ μετοχ., λυπεῖ... ἐστερημένη Εὐρ. Μήδ. 286· ἐλυπεῖτο ὁρῶν Δημ. 301. 3· - ἀπολ., [[αἰσθάνομαι]] πόνον, θλῖψιν, Εὐρ. Ἴων 632, κτλ.· τὸ λυπούμενον, = ἡ [[λύπη]], Πλάτ. Νόμ. 689Α. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |