μεθύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθύω''': ([[μέθυ]]) εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[μεθύσκω]] (πλὴν παρὰ μεταγεν., ὡς Πλούτ. 2. 239Α, Νόνν. Δ. 28. 211), ὁ δὲ ἀόρ. παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ παθ. [[μεθύσκω]]. Εἶμαι μεμεθυσμένος, διατελῶ ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ οἴνου, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικὼς Ὀδ. Σ. 240· ἀντίθ. τῷ [[νήφω]], Θέογν. 478, 627· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. [[λυτήριος]])· μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου, ἐκ τῆς μέθης Ξεν. Συμπ. 2, 26, Διόδ. 16. 19· τὸ μεθύειν, ἡ [[μέθη]], Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Δακτ.» 1. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πεποτισμένος, [[διάβροχος]], [[πλήρης]] ὑγροῦ τινος, [[μετὰ]] δοτ., π. χ., βοείην... μεθύουσαν ἀλοιφῇ Ἰλ. Ρ. 390· μεθύων ἐλαίῳ [[λύχνος]] Βάβρ. 114· 1· [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. Ἀνθ. Π. 9. 277. 2) μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι μεμεθυσμένος, ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ἐκ πάθους τινός, ὡς, ἔρωτος, τρυφῆς, κ. τ. τ., ὡς τὸ Λατ. inebriari, ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης Ξεν. Συμπ. 8, 21· ὑπὸ τρυφῆς Πλάτ. Κριτί. 121Α· τῆς ἐλευθερίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 562D· ἔρωτι Ἀνακρ. 17· τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Δημ. 54. 9· οὐ μ. τὴν φρόνησιν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21· μ. τὸ [[φίλημα]] Ἀνθ. Π. 5. 305· - [[ἀλλά]], πληγαῖς μεθύων, κεκαρωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων, Θεόκρ. 22. 98· ἐξ ὀδυνάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 228. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42, κἑξ.
|lstext='''μεθύω''': ([[μέθυ]]) εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[μεθύσκω]] (πλὴν παρὰ μεταγεν., ὡς Πλούτ. 2. 239Α, Νόνν. Δ. 28. 211), ὁ δὲ ἀόρ. παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ παθ. [[μεθύσκω]]. Εἶμαι μεμεθυσμένος, διατελῶ ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ οἴνου, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικὼς Ὀδ. Σ. 240· ἀντίθ. τῷ [[νήφω]], Θέογν. 478, 627· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. [[λυτήριος]])· μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου, ἐκ τῆς μέθης Ξεν. Συμπ. 2, 26, Διόδ. 16. 19· τὸ μεθύειν, ἡ [[μέθη]], Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Δακτ.» 1. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πεποτισμένος, [[διάβροχος]], [[πλήρης]] ὑγροῦ τινος, μετὰ δοτ., π. χ., βοείην... μεθύουσαν ἀλοιφῇ Ἰλ. Ρ. 390· μεθύων ἐλαίῳ [[λύχνος]] Βάβρ. 114· 1· [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. Ἀνθ. Π. 9. 277. 2) μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι μεμεθυσμένος, ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ἐκ πάθους τινός, ὡς, ἔρωτος, τρυφῆς, κ. τ. τ., ὡς τὸ Λατ. inebriari, ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης Ξεν. Συμπ. 8, 21· ὑπὸ τρυφῆς Πλάτ. Κριτί. 121Α· τῆς ἐλευθερίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 562D· ἔρωτι Ἀνακρ. 17· τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Δημ. 54. 9· οὐ μ. τὴν φρόνησιν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21· μ. τὸ [[φίλημα]] Ἀνθ. Π. 5. 305· - [[ἀλλά]], πληγαῖς μεθύων, κεκαρωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων, Θεόκρ. 22. 98· ἐξ ὀδυνάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 228. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42, κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly