οἰκίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. οἰκιῶ Θουκ. 1. 100., 6. 23· -ἀόρ. ᾤκισα, Ἰων. οἴκισα Ἡρόδ. 5. 42, ποιητ. ᾤκισσα Πινδ. Ι. 8. 20· -πρκμ. ᾤκικα (συν-) Στράβ. 544· ὑπερσ. ᾠκίκειν Ἀππ. Ἰβηρ. 100, Ἐμφυλ. 2. 26. - Μέσ., μέλλ. οἰκιοῦμαι Εὐρ. (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 32, οἰκήσεται φαίνεται [[ἀναγκαῖον]])· - ἀόρ. ᾠκισάμην (κατ-) Ἰσοκρ. - Παθ., μέλλ. οἰκισθήσομαι Δημ. 59. 14, Ἀππ.· ἀόρ. ᾠκίσθην Θουκ., Πλάτ.: πρκμ. ᾤκισμαι Εὐρ. Ἑκ. 2, Ἰων. οἴκ- Ἡρόδ. 4. 12. - πρβλ. ἀν-, εἰσ-, ἐν-, κατ-, συνοικίζω· Ι. μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ἱδρύω]] ὡς ἀποικίαν ἢ νέον συνοικισμόν, πόλιν Ἡρόδ. 1. 57., 6. 33 (κοινῶς οἴκησαν, πρβλ. 7. 170), Ἀριστοφ. Ὄρν. 172, Θουκ. 6. 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἰκ. ἀπ’ ἄλλης οἴκισται ἐν.. Ἡρόδ. 4. 12, πρβλ. 2. 44. 2) [[κατοικίζω]] διὰ νέων ἐποίκων, χῶρον, χώρην ὁ αὐτ. 5. 42., 7. 143· νήσους Θουκ. 1. 8 (κοινῶς φέρεται ᾤκησαν)· [[μετὰ]] γεν. προσ., τὴν πόλιν.. ξυμμίκτων ἀνθρώπων οἰκίσας ὁ αὐτ. 6. 4· - Μέσ., ὄπῃ γῆς πύργον οἰκιούμεθα, εἰς ποῖον [[μέρος]] γῆς νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ κατοικίαν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 46, πρβλ. Τρῳ. 435. - Παθ., Πλάτ. Πολ. 403Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 7. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, καθιστῶ, ἐγκαθιστῶ, ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα Πινδ. Ι. 8 (7). 43, πρβλ. Ἕρμαν. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 92· [[μεταφέρω]], ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα Εὐρ. Ι.Α. 670, Ι. Τ. 30· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, κατεβίβασεν ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὰ χαμηλά, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 613. - Παθ., ἐγκαθίσταμαι εἴς τι [[μέρος]], [[ὑπάγω]] που καὶ κατοικῶ, Τυδεὺς ἐν Ἄργει [[ξεῖνος]] ὢν οἰκίζεται Σοφ. Ἀποσπ. 153, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 2, Πλάτ. Φαίδων 114C, κτλ. ΙΙΙ. = οἰκῶ, κατοικῶ, ὅκου περ οἰκίζουσιν οἵ τε προὔνικοι οἱ δρηπέται τε Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 12, πρβλ Μενάνδρ. γν. μονόστ. 572 «[[ἦθος]] πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ».
|lstext='''οἰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. οἰκιῶ Θουκ. 1. 100., 6. 23· -ἀόρ. ᾤκισα, Ἰων. οἴκισα Ἡρόδ. 5. 42, ποιητ. ᾤκισσα Πινδ. Ι. 8. 20· -πρκμ. ᾤκικα (συν-) Στράβ. 544· ὑπερσ. ᾠκίκειν Ἀππ. Ἰβηρ. 100, Ἐμφυλ. 2. 26. - Μέσ., μέλλ. οἰκιοῦμαι Εὐρ. (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 32, οἰκήσεται φαίνεται [[ἀναγκαῖον]])· - ἀόρ. ᾠκισάμην (κατ-) Ἰσοκρ. - Παθ., μέλλ. οἰκισθήσομαι Δημ. 59. 14, Ἀππ.· ἀόρ. ᾠκίσθην Θουκ., Πλάτ.: πρκμ. ᾤκισμαι Εὐρ. Ἑκ. 2, Ἰων. οἴκ- Ἡρόδ. 4. 12. - πρβλ. ἀν-, εἰσ-, ἐν-, κατ-, συνοικίζω· Ι. μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ἱδρύω]] ὡς ἀποικίαν ἢ νέον συνοικισμόν, πόλιν Ἡρόδ. 1. 57., 6. 33 (κοινῶς οἴκησαν, πρβλ. 7. 170), Ἀριστοφ. Ὄρν. 172, Θουκ. 6. 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἰκ. ἀπ’ ἄλλης οἴκισται ἐν.. Ἡρόδ. 4. 12, πρβλ. 2. 44. 2) [[κατοικίζω]] διὰ νέων ἐποίκων, χῶρον, χώρην ὁ αὐτ. 5. 42., 7. 143· νήσους Θουκ. 1. 8 (κοινῶς φέρεται ᾤκησαν)· μετὰ γεν. προσ., τὴν πόλιν.. ξυμμίκτων ἀνθρώπων οἰκίσας ὁ αὐτ. 6. 4· - Μέσ., ὄπῃ γῆς πύργον οἰκιούμεθα, εἰς ποῖον [[μέρος]] γῆς νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ κατοικίαν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 46, πρβλ. Τρῳ. 435. - Παθ., Πλάτ. Πολ. 403Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 7. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, καθιστῶ, ἐγκαθιστῶ, ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα Πινδ. Ι. 8 (7). 43, πρβλ. Ἕρμαν. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 92· [[μεταφέρω]], ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα Εὐρ. Ι.Α. 670, Ι. Τ. 30· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, κατεβίβασεν ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὰ χαμηλά, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 613. - Παθ., ἐγκαθίσταμαι εἴς τι [[μέρος]], [[ὑπάγω]] που καὶ κατοικῶ, Τυδεὺς ἐν Ἄργει [[ξεῖνος]] ὢν οἰκίζεται Σοφ. Ἀποσπ. 153, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 2, Πλάτ. Φαίδων 114C, κτλ. ΙΙΙ. = οἰκῶ, κατοικῶ, ὅκου περ οἰκίζουσιν οἵ τε προὔνικοι οἱ δρηπέται τε Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 12, πρβλ Μενάνδρ. γν. μονόστ. 572 «[[ἦθος]] πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ».
}}
}}
{{bailly
{{bailly