πάλιν: Difference between revisions

20 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάλιν''': [ᾰ], ποιητ. [[ὡσαύτως]] [[πάλι]] (ὃ ἴδε), ἐπίρρ., 1) τόπου, [[ὀπίσω]], πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἥτις παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ. [[εἶναι]] ἡ μόνη [[σημασία]]· κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ συνδυάζεται [[μετὰ]] ῥημάτ. ἅτινα σημαίνουσι τὸ πορεύεσθαι, ἔρχεσθαι, κτλ.· οὕτω καὶ π. χωρέειν Ἡρόδ. 5. 72· π. ἔρχεσθαι, κατελθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 854, Σοφ. Ο. Κ. 601, κτλ.· κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. Αἰσχύλ. Πρ. 962· δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται Εὐρ. Μήδ. 412, πρβλ. Valck. εἰς Φοιν. 732, 1409· οὕτω [[πάλιν]] [[δίδωμι]], δίδω [[ὀπίσω]], Ἰλ. Α. 116, κτλ.· π. ἀποδοῦναι Ἀνδοκ. 22. 34· π. ἀγκαλέσαι, καλέσαι [[ὀπίσω]], ἀνακαλέσαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1021· ― σπανιώτερον [[μετὰ]] γενικ., [[πάλιν]] τράπεθ’ υἷος [[ἑοῖο]], ἐστράφη [[ὀπίσω]] ἀπὸ τοῦ υἱοῦ της, Ἰλ. Σ. 138· [[δόρυ]] [[πάλιν]] ἔτραπεν Ἀχιλλῆος Ἰλ. Υ. 439· [[πάλιν]] κίε θυγατέρος ἧς Φ. 504, πρβλ. Ὀδ. Η. 143· ― ἡ αὐτὴ [[ἔννοια]] ἐκφέρεται διὰ τοῦ διπλοῦ ἐπιρρ. [[πάλιν]] [[αὖτις]], [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], Ὅμ., καὶ Πίνδ.· [[αὖτε]] [[πάλιν]] Ὀδ. Ν. 125· ἂψ π. Ἰλ. Σ. 280· π. [[ὀπίσσω]] Ὀδ. Λ. 149· π. [[ἐξοπίσω]] Ἡσιόδ. Θ. 181· ἄψορρον π. Σοφ. Ἠλ. 53· πρὸς οἶκον π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 601· [[οἴκαδε]] π., π. οἴκαδ’ αὖ Ἀριστοφ. Λυσ. 792, Βάτρ. 1486· π. αὖ Πλάτ. Πρωτ. 318E, κλ.· ― παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, ἡ π. ὁδὸς Εὐρ. Ὀρ. 125. Μετ’ [[αὐτοῦ]] σχετίζεται 2) ἡ [[ἔννοια]] τῆς ἀντιφάσεως ἢ ἐναντιότητος, ὅτε καὶ [[διαφόρως]] ἑρμηνεύεται, [[οἷον]] οὐδὲ [[πάλιν]] ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56· μῦθον [[πάλιν]] [[λάζομαι]], «παίρνω [[ὀπίσω]] τὸν λόγον μου», ἀναιρῶ ἢ ἀνακαλῶ ὅσα [[εἶπον]], Δ. 357· ἀντίθετον τῷ ἀληθέα εἰπεῖν, Ὀδ. Ν. 254· οὕτω, [[πάλιν]] ποίησε γέροντα, μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς γέροντα, Π. 450· μηδέ τῷ δόξῃ π., μηδεὶς ἂς νομίσῃ τὸ [[ἐναντίον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 1040· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, [[τοὐναντίον]], Πλάτ. Γοργ. 482D, 612D· π. αὖ [[αὐτόθι]] 507Β· [[συχνάκις]] [[οὕτως]] ἐν συνθέσει· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[ἐνίοτε]] καὶ [[μετὰ]] γεν., τὸ [[πάλιν]] νεότητος, [[τοὐναντίον]] τῆς νεότητος, Πινδ. Ο. 11 (10) 104· χρόνου τὸ [[πάλιν]], ἡ μεταβολὴ τοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 778· πρβλ. [[ἔμπαλιν]]. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[πάλιν]], ἔτι [[ἅπαξ]], ἐκ νέου, Σοφ. Ο. Τ. 1166, Ξεν., κτλ.· [[οὕτως]], [[αὖθις]] [[πάλιν]], [[πάλιν]] [[αὖθις]], αὖ [[πάλιν]]. [[πάλιν]] αὖ, αὖ [[πάλιν]] [[αὖθις]], [[αὖθις]] αὖ [[πάλιν]], ἴδε ἐν λ. αὖ, [[αὖθις]]· [[πάλιν]] ἐξ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 997, κτλ.· π. καὶ π., Λατιν. iterum iterumque, Στράβ. 787, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1· ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[συχνάκις]] συμπίπτει [[μετὰ]] τῆς τοῦ [[ὀπίσω]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[πάλιν]] δοῦναι· καὶ ἐν Ἰλ. Β. 276, Ὀδ. Π. 456, ἡ [[ἔννοια]] κυμαίνεται. ΙΙΙ. [[πάλιν]] ἀμοιβαίως, Σοφ. Ἠλ. 731. (Ἐν συνθέσει τὸ [[πάλιν]] [[ἐνίοτε]] σημαίνει διπλασίως, ὡς ἐν τοῖς [[παλιμμήκης]], [[παλίνσκιος]]).
|lstext='''πάλιν''': [ᾰ], ποιητ. [[ὡσαύτως]] [[πάλι]] (ὃ ἴδε), ἐπίρρ., 1) τόπου, [[ὀπίσω]], πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἥτις παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ. [[εἶναι]] ἡ μόνη [[σημασία]]· κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ συνδυάζεται μετὰ ῥημάτ. ἅτινα σημαίνουσι τὸ πορεύεσθαι, ἔρχεσθαι, κτλ.· οὕτω καὶ π. χωρέειν Ἡρόδ. 5. 72· π. ἔρχεσθαι, κατελθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 854, Σοφ. Ο. Κ. 601, κτλ.· κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. Αἰσχύλ. Πρ. 962· δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται Εὐρ. Μήδ. 412, πρβλ. Valck. εἰς Φοιν. 732, 1409· οὕτω [[πάλιν]] [[δίδωμι]], δίδω [[ὀπίσω]], Ἰλ. Α. 116, κτλ.· π. ἀποδοῦναι Ἀνδοκ. 22. 34· π. ἀγκαλέσαι, καλέσαι [[ὀπίσω]], ἀνακαλέσαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1021· ― σπανιώτερον μετὰ γενικ., [[πάλιν]] τράπεθ’ υἷος [[ἑοῖο]], ἐστράφη [[ὀπίσω]] ἀπὸ τοῦ υἱοῦ της, Ἰλ. Σ. 138· [[δόρυ]] [[πάλιν]] ἔτραπεν Ἀχιλλῆος Ἰλ. Υ. 439· [[πάλιν]] κίε θυγατέρος ἧς Φ. 504, πρβλ. Ὀδ. Η. 143· ― ἡ αὐτὴ [[ἔννοια]] ἐκφέρεται διὰ τοῦ διπλοῦ ἐπιρρ. [[πάλιν]] [[αὖτις]], [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], Ὅμ., καὶ Πίνδ.· [[αὖτε]] [[πάλιν]] Ὀδ. Ν. 125· ἂψ π. Ἰλ. Σ. 280· π. [[ὀπίσσω]] Ὀδ. Λ. 149· π. [[ἐξοπίσω]] Ἡσιόδ. Θ. 181· ἄψορρον π. Σοφ. Ἠλ. 53· πρὸς οἶκον π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 601· [[οἴκαδε]] π., π. οἴκαδ’ αὖ Ἀριστοφ. Λυσ. 792, Βάτρ. 1486· π. αὖ Πλάτ. Πρωτ. 318E, κλ.· ― παρ’ Ἀττ. μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἡ π. ὁδὸς Εὐρ. Ὀρ. 125. Μετ’ [[αὐτοῦ]] σχετίζεται 2) ἡ [[ἔννοια]] τῆς ἀντιφάσεως ἢ ἐναντιότητος, ὅτε καὶ [[διαφόρως]] ἑρμηνεύεται, [[οἷον]] οὐδὲ [[πάλιν]] ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56· μῦθον [[πάλιν]] [[λάζομαι]], «παίρνω [[ὀπίσω]] τὸν λόγον μου», ἀναιρῶ ἢ ἀνακαλῶ ὅσα [[εἶπον]], Δ. 357· ἀντίθετον τῷ ἀληθέα εἰπεῖν, Ὀδ. Ν. 254· οὕτω, [[πάλιν]] ποίησε γέροντα, μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς γέροντα, Π. 450· μηδέ τῷ δόξῃ π., μηδεὶς ἂς νομίσῃ τὸ [[ἐναντίον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 1040· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, [[τοὐναντίον]], Πλάτ. Γοργ. 482D, 612D· π. αὖ [[αὐτόθι]] 507Β· [[συχνάκις]] [[οὕτως]] ἐν συνθέσει· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[ἐνίοτε]] καὶ μετὰ γεν., τὸ [[πάλιν]] νεότητος, [[τοὐναντίον]] τῆς νεότητος, Πινδ. Ο. 11 (10) 104· χρόνου τὸ [[πάλιν]], ἡ μεταβολὴ τοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 778· πρβλ. [[ἔμπαλιν]]. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[πάλιν]], ἔτι [[ἅπαξ]], ἐκ νέου, Σοφ. Ο. Τ. 1166, Ξεν., κτλ.· [[οὕτως]], [[αὖθις]] [[πάλιν]], [[πάλιν]] [[αὖθις]], αὖ [[πάλιν]]. [[πάλιν]] αὖ, αὖ [[πάλιν]] [[αὖθις]], [[αὖθις]] αὖ [[πάλιν]], ἴδε ἐν λ. αὖ, [[αὖθις]]· [[πάλιν]] ἐξ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 997, κτλ.· π. καὶ π., Λατιν. iterum iterumque, Στράβ. 787, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1· ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[συχνάκις]] συμπίπτει μετὰ τῆς τοῦ [[ὀπίσω]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[πάλιν]] δοῦναι· καὶ ἐν Ἰλ. Β. 276, Ὀδ. Π. 456, ἡ [[ἔννοια]] κυμαίνεται. ΙΙΙ. [[πάλιν]] ἀμοιβαίως, Σοφ. Ἠλ. 731. (Ἐν συνθέσει τὸ [[πάλιν]] [[ἐνίοτε]] σημαίνει διπλασίως, ὡς ἐν τοῖς [[παλιμμήκης]], [[παλίνσκιος]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly