περιστέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[ἐνδύω]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίσσω]], θνατὰ π. [[μέλη]] Πινδ. Ν. 11. 20· τοὺς πόδας Ἀριστ. Προβλ. 2. 26· χλαμυδίῳ π. ἑαυτὸν Πλουτ. Πύρρ. 11· [[ἔπηξα]] δ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν σφαγέα = τὸ [[ξίφος]]) εὖ περιστείλας, [[μετὰ]] προσοχῆς στερεώσας, Σοφ. Αἴ. 821· ― Μέσ., [[περικαλύπτω]] ἐμαυτόν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1115· ― Παθ., περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] τυλίσσεται [[πέριξ]] τινός, [[ἀμφί]] τι Ἱππ. 603. 9. 2) [[ἐνδύω]], [[περικαλύπτω]] νεκρόν, Λατ. componere, Ὀδ. Ω. 293, Ἡρόδ. 2. 90., 5. 30, Σοφ. Ἀντ. 903, Εὐρ., κλ.· ([[ὡσαύτως]], π. τάφον Σοφ. Αἴ. 1171)· καὶ [[ἁπλῶς]], [[θάπτω]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 291D, Ἀνθ. Π. 7. 613. ΙΙ. μεταφορ., [[περικαλύπτω]], [[σκεπάζω]], τἄδικ’ εὖ π. Εὐρ. Μήδ. 582· τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, κτλ., Πολύβ. 30. 4, 14, Πλούτ. 2. 47D, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὰ σὰ περιστέλλου κακὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1129. 2) [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, [[ὑπερασπίζω]] τι, προφυλάττω, ἀλλήλους Ἡρόδ. 9. 60, [[πόλισμα]] 1. 98· π. τοὺς νόμους, διατηρῶ, 2. 147, πρβλ. 3. 31· τὸ ἐλευθεροῦσθαι 3. 82· τὸ μὴ ἄναρχον Αἰσχύλ. Εὐμ. 697, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 447· τὰ πάτρια Δημ. 744. 4· ― περιποιοῦμαι, ἐπιμελῶς καλλιεργῶ, ἀοιδὰν Πινδ. Ι. 1. 47· ἔργα Θεόκρ. 17. 97· [[ταῦτα]] κοσμεῖν καὶ περιστέλλειν Δημ. 958. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστέλλει· καλύπτει. συστέλλει. κοσμεῖ. σκέπει. φυλάττει. περιβάλλει», καὶ «περιστείληται· περικαλύψηται».
|lstext='''περιστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[ἐνδύω]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίσσω]], θνατὰ π. [[μέλη]] Πινδ. Ν. 11. 20· τοὺς πόδας Ἀριστ. Προβλ. 2. 26· χλαμυδίῳ π. ἑαυτὸν Πλουτ. Πύρρ. 11· [[ἔπηξα]] δ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν σφαγέα = τὸ [[ξίφος]]) εὖ περιστείλας, μετὰ προσοχῆς στερεώσας, Σοφ. Αἴ. 821· ― Μέσ., [[περικαλύπτω]] ἐμαυτόν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1115· ― Παθ., περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] τυλίσσεται [[πέριξ]] τινός, [[ἀμφί]] τι Ἱππ. 603. 9. 2) [[ἐνδύω]], [[περικαλύπτω]] νεκρόν, Λατ. componere, Ὀδ. Ω. 293, Ἡρόδ. 2. 90., 5. 30, Σοφ. Ἀντ. 903, Εὐρ., κλ.· ([[ὡσαύτως]], π. τάφον Σοφ. Αἴ. 1171)· καὶ [[ἁπλῶς]], [[θάπτω]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 291D, Ἀνθ. Π. 7. 613. ΙΙ. μεταφορ., [[περικαλύπτω]], [[σκεπάζω]], τἄδικ’ εὖ π. Εὐρ. Μήδ. 582· τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, κτλ., Πολύβ. 30. 4, 14, Πλούτ. 2. 47D, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὰ σὰ περιστέλλου κακὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1129. 2) [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, [[ὑπερασπίζω]] τι, προφυλάττω, ἀλλήλους Ἡρόδ. 9. 60, [[πόλισμα]] 1. 98· π. τοὺς νόμους, διατηρῶ, 2. 147, πρβλ. 3. 31· τὸ ἐλευθεροῦσθαι 3. 82· τὸ μὴ ἄναρχον Αἰσχύλ. Εὐμ. 697, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 447· τὰ πάτρια Δημ. 744. 4· ― περιποιοῦμαι, ἐπιμελῶς καλλιεργῶ, ἀοιδὰν Πινδ. Ι. 1. 47· ἔργα Θεόκρ. 17. 97· [[ταῦτα]] κοσμεῖν καὶ περιστέλλειν Δημ. 958. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστέλλει· καλύπτει. συστέλλει. κοσμεῖ. σκέπει. φυλάττει. περιβάλλει», καὶ «περιστείληται· περικαλύψηται».
}}
}}
{{bailly
{{bailly