σέβομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σέβομαι''': ἀποθετ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ.· ἀόρ. ἐσεφθην Σοφ. Ἀποσπ. 175, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, Πορφ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. σ. 63, πρβλ. Buttm. Ausf. Gr. 2, 386· μέλλ. σεβήσομαι Διογ. Λ. 7. 129. (Ἐκ τῆς √ΣΕΒ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σέβας, σεβάζομαι, εὐσεβής, δυσσεβής, συμνός, σεπτος· πρβλ. Σανσκρ. sêv (venerari) [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] Λατιν. sev-erus, se-rius (ὅ ἐστι sev-rius)). Αἰσθάνομαι φόβον καὶ συστολὴν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, [[μάλιστα]] ἐν ᾧ [[μέλλω]] νὰ πράξω τι ἀπρεπές, αἰσχύνομαι, [[αἰσθάνομαι]] θρησκευτικὸν φόβον, εὐλαβοῦμαι, οὔ νυ σέβεσθε; Ἰλ. Δ. 242, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 293· τιμῶν καὶ σεβόμενος Πλάτ. Νόμ. 729C· σ. καὶ φοβεῖσθαι [[αὐτόθι]] 798C· σεφθεῖσα, φοβηθεῖσα, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - σπανίως μετ’ ἀπαρ., φοβοῦμαι, εὐλαβοῦμαι νὰ πράξω τι, [[διστάζω]], δὲν τολμῶ, σ. προσιδέσθαι..., [[ἀντία]] [[φάσθαι]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 694· μιαίνειν τὸ [[θεῖον]] Πλάτ. Τίμ. 69D· σέβεται καὶ φοβεῖται.. τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798Β· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγματ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀντιφῶν 120. 28· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχῆς, σ. προσορῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε. 2) μεθ’ Ὅμ., μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ δι’ εὐλαβείας καὶ φόβου εὐσεβοῦς, εὐλαβοῦμαι, προσκυνῶ, [[λατρεύω]], Λατιν. veneror, Κρονίδαν Πινδ. Π. 6. 25· θεοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 921, κτλ.· πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν [[αὐτόθι]] 223· Λατὼ Ἀριστοφ. Θεσμ. 123· Λυκοῦργον σέβεσθαι, τιμᾶν ὡς ἥρωα, Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 197· ὡς θεὸν σ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α· - ἀκολούθως, [[ἀπονέμω]] τιμὴν εἰς βασιλεῖς, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 937· -[[καθόλου]], [[ἀπονέμω]] τιμὴν ἢ σεβασμὸν πρὸς ἀνθρώπους, θνατοὺς [[ἄγαν]] σ. [[αὐτόθι]] 543· φίλον Σοφ. Ο. Κ. 187· ξένον Φιλ. 1163, κτλ.· σ. τινα τύχης [[μάκαρος]] Εὐρ. Ι. Τ. 647. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τά βιβλία σεβόμενοι [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 3. 128· [[ὄργια]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 948· ὦ Πιερία, σέβεταί σ’ [[Εὔιος]] Εὐρ. Βάκχ. 566· σ. τῷ σῶφρον Πλάτ. Νόμ. 837C. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] σέβω ἀνήκει εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρ. καὶ κεῖται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σέβομαι]] 2, μετ’ αἰτ., [[λατρεύω]], τιμῶ, εὐλαβοῦμαι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν θεῶν, σ. Δήμητρος πανήγυριν Ἀρχίλ. 107· πατρὸς Ὀλυμπίου τιμὰν Πινδ. Ο. 14. 17· θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 596· Νύμφας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 22· Ἅιδην Σοφ. Ἀντ. 777· τὰν Ἅιδου [[αὐτόθι]] 780· θεῶν θέσμια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 713, κτλ.· [[εἶναι]] δὲ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, νομίζεται θεοὺς σέβειν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19, πρβλ. Ἀριστοφ. Νέφ. 600, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν γονέων, Σοφ. Ο. Κ. 1377, πρβλ. Ἀντ. 511· ἐπὶ βασιλέων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 667, κτλ.· ἐπὶ ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 151· [[λέγω]] κατ’ ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 925· αἰχμὴν ... [[μᾶλλον]] θεοῦ σ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 529· σ. ὀνείρων φάσματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 274· εὖ σέβειν τινὰ ἀντὶ εὐσεβεῖν εἴς τινα, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1340, Seidl. εἰς Ευρ. Τρῳ. 85 (πρβλ. [[εὐσεβέω]])· σέβειν τι ἢ τινὰ ἐν τιμῇ Αἰσχύλ. Πέρσ. 166, Πλάτ. Νόμ. 647Α· - μετ’ ἀπαρ., ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω, ὅ ἐστι τὸ ὑβρίζειν, δὲν [[σέβομαι]], δὲν [[παραδέχομαι]], δὲν ἐπιδοκιμάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1612· τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες ὁ αυτ. ἐν Εὐμ. 749· - σπανίως ἐπὶ θεοῦ, [[Ποσειδῶν]]... τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων Εὐρ. Ἱππ. 896· -ἀκολούθως, [[σέβομαι]] ὡς παθ., μὲ σέβονται, ἡ δ’ [[οἴκοι]] ([[πόλις]]) πλέον δίκῃ σέβοιτ’ ἂν Σοφ. Ο. Κ. 760· τὸ σεβόμενον = [[σέβας]], Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 205. 2) ἔτι σπανιώτερον ἀπολ., [[λατρεύω]], εἶμαι [[εὐλαβής]], [[θρῆσκος]], τὸν σέβοντ’ εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. 897· οὐ γὰρ σέβεις Σοφ. Ἀντ. 745· κρίνειν.. ἐν ὁμοῖῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ Θουκ. 2. 53.
|lstext='''σέβομαι''': ἀποθετ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ.· ἀόρ. ἐσεφθην Σοφ. Ἀποσπ. 175, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, Πορφ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. σ. 63, πρβλ. Buttm. Ausf. Gr. 2, 386· μέλλ. σεβήσομαι Διογ. Λ. 7. 129. (Ἐκ τῆς √ΣΕΒ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σέβας, σεβάζομαι, εὐσεβής, δυσσεβής, συμνός, σεπτος· πρβλ. Σανσκρ. sêv (venerari) [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] Λατιν. sev-erus, se-rius (ὅ ἐστι sev-rius)). Αἰσθάνομαι φόβον καὶ συστολὴν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, [[μάλιστα]] ἐν ᾧ [[μέλλω]] νὰ πράξω τι ἀπρεπές, αἰσχύνομαι, [[αἰσθάνομαι]] θρησκευτικὸν φόβον, εὐλαβοῦμαι, οὔ νυ σέβεσθε; Ἰλ. Δ. 242, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 293· τιμῶν καὶ σεβόμενος Πλάτ. Νόμ. 729C· σ. καὶ φοβεῖσθαι [[αὐτόθι]] 798C· σεφθεῖσα, φοβηθεῖσα, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - σπανίως μετ’ ἀπαρ., φοβοῦμαι, εὐλαβοῦμαι νὰ πράξω τι, [[διστάζω]], δὲν τολμῶ, σ. προσιδέσθαι..., [[ἀντία]] [[φάσθαι]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 694· μιαίνειν τὸ [[θεῖον]] Πλάτ. Τίμ. 69D· σέβεται καὶ φοβεῖται.. τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798Β· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγματ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀντιφῶν 120. 28· [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχῆς, σ. προσορῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε. 2) μεθ’ Ὅμ., μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ δι’ εὐλαβείας καὶ φόβου εὐσεβοῦς, εὐλαβοῦμαι, προσκυνῶ, [[λατρεύω]], Λατιν. veneror, Κρονίδαν Πινδ. Π. 6. 25· θεοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 921, κτλ.· πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν [[αὐτόθι]] 223· Λατὼ Ἀριστοφ. Θεσμ. 123· Λυκοῦργον σέβεσθαι, τιμᾶν ὡς ἥρωα, Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 197· ὡς θεὸν σ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α· - ἀκολούθως, [[ἀπονέμω]] τιμὴν εἰς βασιλεῖς, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 937· -[[καθόλου]], [[ἀπονέμω]] τιμὴν ἢ σεβασμὸν πρὸς ἀνθρώπους, θνατοὺς [[ἄγαν]] σ. [[αὐτόθι]] 543· φίλον Σοφ. Ο. Κ. 187· ξένον Φιλ. 1163, κτλ.· σ. τινα τύχης [[μάκαρος]] Εὐρ. Ι. Τ. 647. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τά βιβλία σεβόμενοι [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 3. 128· [[ὄργια]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 948· ὦ Πιερία, σέβεταί σ’ [[Εὔιος]] Εὐρ. Βάκχ. 566· σ. τῷ σῶφρον Πλάτ. Νόμ. 837C. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] σέβω ἀνήκει εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρ. καὶ κεῖται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σέβομαι]] 2, μετ’ αἰτ., [[λατρεύω]], τιμῶ, εὐλαβοῦμαι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν θεῶν, σ. Δήμητρος πανήγυριν Ἀρχίλ. 107· πατρὸς Ὀλυμπίου τιμὰν Πινδ. Ο. 14. 17· θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 596· Νύμφας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 22· Ἅιδην Σοφ. Ἀντ. 777· τὰν Ἅιδου [[αὐτόθι]] 780· θεῶν θέσμια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 713, κτλ.· [[εἶναι]] δὲ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, νομίζεται θεοὺς σέβειν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19, πρβλ. Ἀριστοφ. Νέφ. 600, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν γονέων, Σοφ. Ο. Κ. 1377, πρβλ. Ἀντ. 511· ἐπὶ βασιλέων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 667, κτλ.· ἐπὶ ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 151· [[λέγω]] κατ’ ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 925· αἰχμὴν ... [[μᾶλλον]] θεοῦ σ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 529· σ. ὀνείρων φάσματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 274· εὖ σέβειν τινὰ ἀντὶ εὐσεβεῖν εἴς τινα, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1340, Seidl. εἰς Ευρ. Τρῳ. 85 (πρβλ. [[εὐσεβέω]])· σέβειν τι ἢ τινὰ ἐν τιμῇ Αἰσχύλ. Πέρσ. 166, Πλάτ. Νόμ. 647Α· - μετ’ ἀπαρ., ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω, ὅ ἐστι τὸ ὑβρίζειν, δὲν [[σέβομαι]], δὲν [[παραδέχομαι]], δὲν ἐπιδοκιμάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1612· τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες ὁ αυτ. ἐν Εὐμ. 749· - σπανίως ἐπὶ θεοῦ, [[Ποσειδῶν]]... τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων Εὐρ. Ἱππ. 896· -ἀκολούθως, [[σέβομαι]] ὡς παθ., μὲ σέβονται, ἡ δ’ [[οἴκοι]] ([[πόλις]]) πλέον δίκῃ σέβοιτ’ ἂν Σοφ. Ο. Κ. 760· τὸ σεβόμενον = [[σέβας]], Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 205. 2) ἔτι σπανιώτερον ἀπολ., [[λατρεύω]], εἶμαι [[εὐλαβής]], [[θρῆσκος]], τὸν σέβοντ’ εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. 897· οὐ γὰρ σέβεις Σοφ. Ἀντ. 745· κρίνειν.. ἐν ὁμοῖῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ Θουκ. 2. 53.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth