3,273,036
edits
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπαίρω''': σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», [[σφαδάζω]], ἀγρυπνῶ, [[τρέμω]], τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον | |lstext='''σπαίρω''': σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», [[σφαδάζω]], ἀγρυπνῶ, [[τρέμω]], τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον μετὰ προθετικοῦ α, [[ἀσπαίρω]], ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ [[σπαράσσω]]· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ [[σπείρω]] ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ [[πάλλω]]. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |