3,274,216
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[κύπτω]] [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ τὴν κεφαλήν μου | |lstext='''συγκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[κύπτω]] [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ τὴν κεφαλήν μου μετὰ τῶν ἄλλων, [[κύπτω]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], παιδάρια συγκύψανθ’ ἅμ’ μβληχᾶται Ἀριστοφ. Σφ. 570· σ. πρὸς ἀλλήλας, ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 11· ― μεταφορ., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιοῦσι, πράττουσι τοῦτο ἐκ συμφώνου, καὶ ἐν συνεννοήσει, Ἡρόδ. 3. 82, πρβλ. 7. 145· καὶ συγκύψαντας ἅπαντας γελῶσιν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1· τοῦτο δ’ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφὸς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 854· ― [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὸ [[μέσον]], ἢν μὲν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, πρβλ. 21. ΙΙ. κάμπτομαι, συγκλίνομαι, ὡς ὑπὸ [[φορτίον]], Φιλόστρ. 843, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 11· συγκεκυφὼς Θεμίστ. 90Β· σ. τῷ προσώπῳ Ἑβδ. (Ἰὼβ Θ΄, 27)· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐργάζομαι]] μετὰ κόπου, Συνέσ. 273Α. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |