σύννομος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύννομος''': -ον, ([[νέμω]], νομὴ) ὁ [[ὁμοῦ]] βοσκόμενος, ὁ ἀγεληδὸν βοσκόμενος, ταῦροι, κριοί, τράγοι, ἵπποι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 4, 6. 9, 4 μᾶλα Θεόκρ. 8. 56· [[ἀγέλη]] Πλούτ. 2. 329Β· σημαίνει δὲ στενωτέραν σχέσιν τοῦ [[ἀγελαῖος]], [[αὐτόθι]] 93Α· φῦλα πάντα συννόμων, ἐπὶ πτηνῶν [[ὁμοῦ]] συναγελαζομένων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1756, πρβλ. 209, 678· πάνθ’ ὅσα ξύννομαι, ὅσα [[ὁμοῦ]] βόσκονται, Πλάτ. Κριτί. 110Β, πρβλ. Νόμ. 666Ε· ― [[μετὰ]] δοτικ., ὁ ζῶν μετά τινος, τινι Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 54· μεταφορ., ἔρωτες ἄταισι σ., συνόντες Αἰσχύλ. Χο. 598· πνεύματα τόπῳ σ. Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281. 2) [[μετὰ]] γενικ. πράγματος, ὁ μετέχων ἢ λαμβάνων [[μέρος]] εἴς τι, σ. τινί τινος, ὁ [[συγκοινωνός]] τινος εἴς τι, Πινδ. Ι. 3. 27· τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε, ἡ μετέχουσα τῆς ἐμῆς εὐνῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 704· τῶν ἐμῶν ὕμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 678· μεταφορ., θαλάσσης σύννομοι πέτραι, ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, αἵτινες κεῖνται μεταξὺ δύο θαλασσῶν, Εὐρ. Ἱππ. 979· ποταναὶ σύννομοι, νεφέων δρόμου, πτερωταὶ μέτοχοι τοῦ δρόμου τῶν νεφῶν, δηλ. ταχεῖαι ὡς τὰ νέφη, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1488. 3) ἀπολ., ὡς οὐσιαστ., [[σύννομος]], ὁ, [[σύντροφος]], [[ἑταῖρος]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 354, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1131· ὡς λέοντε συννόμω [[αὐτόθι]] 1436· ἐπὶ συζύγων (γυναικῶν), αἱ δὲ σ. τἄξω… [[τροφεῖα]] πορσύνουσ’ ἀεὶ ὁ αὐτ. ἐν Οίδ. ἐπὶ Κολ. 340· ἐπὶ ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 600· ἐπὶ λεαίνης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1339· θήλεια καὶ ἄρρην [[οἷον]] ξύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Πλάτ. Νόμ. 925C, πρβλ. 943Β· τὰς θηλείας τὰς σ., ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 15, πρβλ. 9. 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ὅμοιος]], τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους, [τέχναι] ὅσαι ξύννομοι Πλάτ. Πολιτικ. 287Β, πρβλ. 289Β· ἤθη ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930Α· ἄστρον ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 42Β· [[φωνή]], [[ὀσμή]], Διον. Ἁλ. 1. 39· λίθοι σ., τετμημένοι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἁρμόζωσιν εἰς ἀλλήλους, λαξευτοί, πελεκητοί, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 235, 817.
|lstext='''σύννομος''': -ον, ([[νέμω]], νομὴ) ὁ [[ὁμοῦ]] βοσκόμενος, ὁ ἀγεληδὸν βοσκόμενος, ταῦροι, κριοί, τράγοι, ἵπποι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 4, 6. 9, 4 μᾶλα Θεόκρ. 8. 56· [[ἀγέλη]] Πλούτ. 2. 329Β· σημαίνει δὲ στενωτέραν σχέσιν τοῦ [[ἀγελαῖος]], [[αὐτόθι]] 93Α· φῦλα πάντα συννόμων, ἐπὶ πτηνῶν [[ὁμοῦ]] συναγελαζομένων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1756, πρβλ. 209, 678· πάνθ’ ὅσα ξύννομαι, ὅσα [[ὁμοῦ]] βόσκονται, Πλάτ. Κριτί. 110Β, πρβλ. Νόμ. 666Ε· ― μετὰ δοτικ., ὁ ζῶν μετά τινος, τινι Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 54· μεταφορ., ἔρωτες ἄταισι σ., συνόντες Αἰσχύλ. Χο. 598· πνεύματα τόπῳ σ. Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281. 2) μετὰ γενικ. πράγματος, ὁ μετέχων ἢ λαμβάνων [[μέρος]] εἴς τι, σ. τινί τινος, ὁ [[συγκοινωνός]] τινος εἴς τι, Πινδ. Ι. 3. 27· τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε, ἡ μετέχουσα τῆς ἐμῆς εὐνῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 704· τῶν ἐμῶν ὕμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 678· μεταφορ., θαλάσσης σύννομοι πέτραι, ἐπὶ τῶν Συμπληγάδων, αἵτινες κεῖνται μεταξὺ δύο θαλασσῶν, Εὐρ. Ἱππ. 979· ποταναὶ σύννομοι, νεφέων δρόμου, πτερωταὶ μέτοχοι τοῦ δρόμου τῶν νεφῶν, δηλ. ταχεῖαι ὡς τὰ νέφη, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1488. 3) ἀπολ., ὡς οὐσιαστ., [[σύννομος]], ὁ, [[σύντροφος]], [[ἑταῖρος]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 354, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1131· ὡς λέοντε συννόμω [[αὐτόθι]] 1436· ἐπὶ συζύγων (γυναικῶν), αἱ δὲ σ. τἄξω… [[τροφεῖα]] πορσύνουσ’ ἀεὶ ὁ αὐτ. ἐν Οίδ. ἐπὶ Κολ. 340· ἐπὶ ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 600· ἐπὶ λεαίνης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1339· θήλεια καὶ ἄρρην [[οἷον]] ξύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Πλάτ. Νόμ. 925C, πρβλ. 943Β· τὰς θηλείας τὰς σ., ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 15, πρβλ. 9. 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ὅμοιος]], τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους, [τέχναι] ὅσαι ξύννομοι Πλάτ. Πολιτικ. 287Β, πρβλ. 289Β· ἤθη ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930Α· ἄστρον ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 42Β· [[φωνή]], [[ὀσμή]], Διον. Ἁλ. 1. 39· λίθοι σ., τετμημένοι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἁρμόζωσιν εἰς ἀλλήλους, λαξευτοί, πελεκητοί, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 235, 817.
}}
}}
{{bailly
{{bailly