χρεώ: Difference between revisions

8 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρεώ''': Ἐπεικ. [[χρειώ]], γεν. οῦς, ἡ, ἴδε ἐν τέλ. ([[χρέος]], [[χρεία]])· -[[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]]· [[ὅθεν]], ἐπιθυμία, [[πόθος]], ἐπείγουσα ἐπιθυμία, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], [[ὄντως]] ὑπάρχει [[μεγάλη]] τις [[ἀνάγκη]], Ἰλ. Ι. 197, πρβλ. Κ. 172· χρειεῖ ἀναγκαίῃ, [[ἕνεκα]] τῆς σκληρᾶς ἀνάγκης, Θ. 57· [[μετὰ]] γενικ., χρειὼ ἐμεῖο, [[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]] ἐμοῦ, Α. 341, πρβλ. Ὀδ. Δ. 634· ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματος ἐστιν, [[ὅταν]] δὲν ὑπάρχῃ [[ἀνάγκη]] καλῳδίου Ι. 136. 2) [[χρειώ]] ἱκάνεται, ἐγείρεται, παρουσιάζεται [[ἀνάγκη]], <br />Ἰλ. Κ. 118, 142, Ὀδ. Ζ. 136· οὕτω, χρειὼ γίγνεται Ἰλ. Α. 341· χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιοὺς Κ. 172· [[τίπτε]] δέ σε [[χρειώ]] δεῦρ’ ἤγαγε; Ὀδ. Δ. 312. 3) χρ. ἱκάνει τινά, ἐπέρχεται εἴς τινα, ὅτι με χρειὼ τόσον ἵκοι Ε. 189· τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; Β. 28· [[ὡσαύτως]], ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς [[νηός]], [[ἔνθα]] τὸ χρεὼ γίγνεται = χρὴ Ι. 2), Δ. 634· [[προσέτι]], [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Ἰλ. Φ. 322. 4) [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[συνήθης]] παρ’ Ὁμήρῳ ἐλλειπτικὴ [[χρῆσις]] τοῦ χρεὼ μετ’ αἰτ. προσ., [[τίπτε]] δέ σε χρεὼ (ἐξυπακ. ἱκάνει); Ὀδ. Α. 225, Ἰλ. Κ. 85· ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] τὸ χρεὼ [[συχνάκις]] συνάπτεται [[μετὰ]] γεν., [[οὔτε]] με ταύτης χρεὼ [[τιμῆς]], δέν με κατέχει [[ἀνάγκη]] ταύτης τῆς [[τιμῆς]], δηλ. «οὐ χρείαν ἔχω τῆς τε τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος [[τιμῆς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 608· χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ Κ. 43, πρβλ. Ι. 75· τί δέ σε χρειὼ ἐμεῖο; Λ. 606· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τὸν δὲ [[μάλα]] χρεὼ ἐστάμεναι κρατερῶς, [[εἶναι]] [[μεγάλη]] [[ἀνάγκη]] νὰ σταθῇ ἰσχυρῶς, Ἰλ. Λ. 409· [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[νηῶν]] ἐπιβαινέμεν Ὀδ. Δ. 707· πρβλ. Ἰλ. Σ. 406, Ὀδ. Ο. 201, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 649· ― ἐκ τῶν Ἀττ. ὁ Εὐρ. ἐμιμήθη [[ἅπαξ]] τὴν ἔλλειψιν ταύτην, ἀλλὰ τίς [[χρεία]] σ’ ἐμοῦ; Ἑκ. 976, [[ἔνθα]] πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 659, καὶ ἴδε χρὴ Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[χρεών]], [[ἀνάγκη]], [[μοῖρα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 33, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡς τὸ χρεός, [[ὑπόθεσις]], [[ἐργασία]], [[αὐτόθι]], Δ. 191· ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Ἐπική. ― Ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται ἐπ’ ἴσης χρῆσιν ἀμφοτέρων τῶν τύπων χρεὼ καὶ [[χρειώ]]· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐλλειπτικῇ φράσει τῇ μνημονευθείσῃ ἀνωτέρω Ι. 3, ἔχει ἀείποτε [[χρεώ]], καὶ τοῦτο ὡς μονοσύλλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἰλ. Λ. 606, χρεὼ πρὸ φωνήεντος κεῖται ὡς βραχύ, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 161.
|lstext='''χρεώ''': Ἐπεικ. [[χρειώ]], γεν. οῦς, ἡ, ἴδε ἐν τέλ. ([[χρέος]], [[χρεία]])· -[[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]]· [[ὅθεν]], ἐπιθυμία, [[πόθος]], ἐπείγουσα ἐπιθυμία, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], [[ὄντως]] ὑπάρχει [[μεγάλη]] τις [[ἀνάγκη]], Ἰλ. Ι. 197, πρβλ. Κ. 172· χρειεῖ ἀναγκαίῃ, [[ἕνεκα]] τῆς σκληρᾶς ἀνάγκης, Θ. 57· μετὰ γενικ., χρειὼ ἐμεῖο, [[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]] ἐμοῦ, Α. 341, πρβλ. Ὀδ. Δ. 634· ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματος ἐστιν, [[ὅταν]] δὲν ὑπάρχῃ [[ἀνάγκη]] καλῳδίου Ι. 136. 2) [[χρειώ]] ἱκάνεται, ἐγείρεται, παρουσιάζεται [[ἀνάγκη]], <br />Ἰλ. Κ. 118, 142, Ὀδ. Ζ. 136· οὕτω, χρειὼ γίγνεται Ἰλ. Α. 341· χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιοὺς Κ. 172· [[τίπτε]] δέ σε [[χρειώ]] δεῦρ’ ἤγαγε; Ὀδ. Δ. 312. 3) χρ. ἱκάνει τινά, ἐπέρχεται εἴς τινα, ὅτι με χρειὼ τόσον ἵκοι Ε. 189· τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; Β. 28· [[ὡσαύτως]], ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς [[νηός]], [[ἔνθα]] τὸ χρεὼ γίγνεται = χρὴ Ι. 2), Δ. 634· [[προσέτι]], [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Ἰλ. Φ. 322. 4) [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[συνήθης]] παρ’ Ὁμήρῳ ἐλλειπτικὴ [[χρῆσις]] τοῦ χρεὼ μετ’ αἰτ. προσ., [[τίπτε]] δέ σε χρεὼ (ἐξυπακ. ἱκάνει); Ὀδ. Α. 225, Ἰλ. Κ. 85· ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] τὸ χρεὼ [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ γεν., [[οὔτε]] με ταύτης χρεὼ [[τιμῆς]], δέν με κατέχει [[ἀνάγκη]] ταύτης τῆς [[τιμῆς]], δηλ. «οὐ χρείαν ἔχω τῆς τε τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος [[τιμῆς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 608· χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ Κ. 43, πρβλ. Ι. 75· τί δέ σε χρειὼ ἐμεῖο; Λ. 606· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τὸν δὲ [[μάλα]] χρεὼ ἐστάμεναι κρατερῶς, [[εἶναι]] [[μεγάλη]] [[ἀνάγκη]] νὰ σταθῇ ἰσχυρῶς, Ἰλ. Λ. 409· [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[νηῶν]] ἐπιβαινέμεν Ὀδ. Δ. 707· πρβλ. Ἰλ. Σ. 406, Ὀδ. Ο. 201, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 649· ― ἐκ τῶν Ἀττ. ὁ Εὐρ. ἐμιμήθη [[ἅπαξ]] τὴν ἔλλειψιν ταύτην, ἀλλὰ τίς [[χρεία]] σ’ ἐμοῦ; Ἑκ. 976, [[ἔνθα]] πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 659, καὶ ἴδε χρὴ Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[χρεών]], [[ἀνάγκη]], [[μοῖρα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 33, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡς τὸ χρεός, [[ὑπόθεσις]], [[ἐργασία]], [[αὐτόθι]], Δ. 191· ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Ἐπική. ― Ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται ἐπ’ ἴσης χρῆσιν ἀμφοτέρων τῶν τύπων χρεὼ καὶ [[χρειώ]]· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐλλειπτικῇ φράσει τῇ μνημονευθείσῃ ἀνωτέρω Ι. 3, ἔχει ἀείποτε [[χρεώ]], καὶ τοῦτο ὡς μονοσύλλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἰλ. Λ. 606, χρεὼ πρὸ φωνήεντος κεῖται ὡς βραχύ, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 161.
}}
}}
{{bailly
{{bailly