ἁρπαλέος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρπᾰλέος''': -α, -ον, (ἴδε [[ἁρπάζω]]): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., [[ἄπληστος]], [[ἀδηφάγος]], ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, [[χανδόν]], λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, [[μετὰ]] χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, [[ὑπερβαλλόντως]] ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, [[ἁρπάγδην]], Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς [[ἑλκυστικός]], [[γοητευτικός]], κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. [[ἔρως]], [[ἐναντίον]] τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.
|lstext='''ἁρπᾰλέος''': -α, -ον, (ἴδε [[ἁρπάζω]]): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., [[ἄπληστος]], [[ἀδηφάγος]], ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, [[χανδόν]], λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, μετὰ χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, [[ὑπερβαλλόντως]] ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, [[ἁρπάγδην]], Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς [[ἑλκυστικός]], [[γοητευτικός]], κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. [[ἔρως]], [[ἐναντίον]] τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.
}}
}}
{{bailly
{{bailly