3,273,735
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκσεύομαι''': παθ. πρκμ. ἐξέσαῠμαι: ὑπερσ. ἐξέσσῠτο | |lstext='''ἐκσεύομαι''': παθ. πρκμ. ἐξέσαῠμαι: ὑπερσ. ἐξέσσῠτο μετὰ σημασ. παρατατ. (Ὀδ. Ι. 373), ἂν καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] συνήθως ἀόρ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. α΄ ἐξεσύθην ῠ. Ἐξορμῶ, πυλῶν [[ἐξέσσυτο]] Ἰλ. Η. 1· φάρυγος δ᾿ [[ἐξέσσυτο]] [[οἶνος]] Ὀδ. Ι. 373· βλεφάρων [[ἐξέσσυτο]] [[νήδυμος]] [[ὕπνος]], ἔφυγεν ἐκ τῶν βλεφάρων του, Μ. 366: - ἀπολ. [[ἐκθέω]], ἐξορμῶ, ἐκ δ’ ἔσσυτο λαὸς Θ. 58· νομμόνδ᾿ [[ἐξέσσυτο]] ἄρσενα μῆλα Ὀδ. Ι. 438· αἰχμὴ δ᾿ ἐξεσύθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Ε. 293 (ἀλλ᾿ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσι νῦν: αἰχμὴ δ᾿ ἐξελύθη)· ἐξέσσυται [[ἄνθρωπος]] ἐξ ἀνθρώπου Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 82. 25. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |