ἐνεργός: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεργός''': -όν, ὁ ἐν [[ἔργω]] ὤν, ὁ ἠσχολημένος εἴς τι, ὁ ἔχων ἐργασίαν, ἧκον... ἄνδρες... βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 8. 26· [[μηδὲ]] δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι τὸ [[παράπαν]] Πλάτ. Νόμ. 674Β· ζῷα ἐνεργά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκίνητα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4· [[ὅπως]] ἂν ἐνεργοὶ ὦσι, [[ὅπως]] ἄρξωνται τοῦ ἔργου, Δημ. 925. 8· ἐνεργοὺς [[περί]] τι 3. 17, 4· ἐπὶ νέων καὶ στρατεύματος, κλ., [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν ἢ [[ἔργον]], [[νῆες]]... ἐνεργοὶ Θουκ. 3. 17· δεῖ ἐνεργὸν... ἔχειν τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23· ἐν. [[προσβολή]], ἰσχυρά, Πολύβ. 4. 63, 8· ἐνεργοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ὑσσοῖς, ἀποτελεσματικοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίοις, ὁ αὐτ. 1. 40, 12· ἐνεργὸν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, ταχεῖαν, ὁ αὐτ. 5. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἐν ἐνεργείᾳ, καλλιεργουμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀργός]], βούλοιο ἄν σοι τὴν νῦν ἀργὸν οὖσαν χώραν ἐνεργὸν γενέσθαι...; Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, πρβλ. 5. 4, 25, Ἑλλην. 4. 4. 1, Ἱερ. 11. 4· [[πεδίον]] πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, παράγον καρπὸν διὰ πολλὰς μυριάδας ἀνθρώπων, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 58· [[οὕτως]] ἐπὶ μεταλλείων, Ξεν. Πόροι 4, 2· ἐνεργὰ χρήματα, τὰ ἐν ἐνεργεία, τὰ ἔντοκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀργά, Δημ. 815. 15, πρβλ. 816. 14· ἐνεργὸν ποιεῖν (τὸ [[δάνειον]]) ὁ αὐτ. 1291 ἐν τέλει. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνεργῶς, [[μετὰ]] δραστηριότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, ἀνυσίμως, Διοσκ. 1. 11. Πρβλ. [[ἐνεργής]].
|lstext='''ἐνεργός''': -όν, ὁ ἐν [[ἔργω]] ὤν, ὁ ἠσχολημένος εἴς τι, ὁ ἔχων ἐργασίαν, ἧκον... ἄνδρες... βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 8. 26· [[μηδὲ]] δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι τὸ [[παράπαν]] Πλάτ. Νόμ. 674Β· ζῷα ἐνεργά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκίνητα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4· [[ὅπως]] ἂν ἐνεργοὶ ὦσι, [[ὅπως]] ἄρξωνται τοῦ ἔργου, Δημ. 925. 8· ἐνεργοὺς [[περί]] τι 3. 17, 4· ἐπὶ νέων καὶ στρατεύματος, κλ., [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν ἢ [[ἔργον]], [[νῆες]]... ἐνεργοὶ Θουκ. 3. 17· δεῖ ἐνεργὸν... ἔχειν τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23· ἐν. [[προσβολή]], ἰσχυρά, Πολύβ. 4. 63, 8· ἐνεργοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ὑσσοῖς, ἀποτελεσματικοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίοις, ὁ αὐτ. 1. 40, 12· ἐνεργὸν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, ταχεῖαν, ὁ αὐτ. 5. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἐν ἐνεργείᾳ, καλλιεργουμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀργός]], βούλοιο ἄν σοι τὴν νῦν ἀργὸν οὖσαν χώραν ἐνεργὸν γενέσθαι...; Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, πρβλ. 5. 4, 25, Ἑλλην. 4. 4. 1, Ἱερ. 11. 4· [[πεδίον]] πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, παράγον καρπὸν διὰ πολλὰς μυριάδας ἀνθρώπων, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 58· [[οὕτως]] ἐπὶ μεταλλείων, Ξεν. Πόροι 4, 2· ἐνεργὰ χρήματα, τὰ ἐν ἐνεργεία, τὰ ἔντοκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀργά, Δημ. 815. 15, πρβλ. 816. 14· ἐνεργὸν ποιεῖν (τὸ [[δάνειον]]) ὁ αὐτ. 1291 ἐν τέλει. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνεργῶς, μετὰ δραστηριότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, ἀνυσίμως, Διοσκ. 1. 11. Πρβλ. [[ἐνεργής]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly