ἐνόρνυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνόρνῡμι''': ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, [[μετὰ]] δοτ., τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· [[αὖτις]]... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ [[σθένος]] ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· [[θάρσος]] δ’ [[ἐνῶρσε]]... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599.
|lstext='''ἐνόρνῡμι''': ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, μετὰ δοτ., τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· [[αὖτις]]... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ [[σθένος]] ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· [[θάρσος]] δ’ [[ἐνῶρσε]]... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599.
}}
}}
{{bailly
{{bailly