3,277,002
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνόρνῡμι''': ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, | |lstext='''ἐνόρνῡμι''': ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, μετὰ δοτ., τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· [[αὖτις]]... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ [[σθένος]] ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· [[θάρσος]] δ’ [[ἐνῶρσε]]... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |