ἄητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄητος''': -ον, παλαιοτάτη [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει [[θάρσος]] ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται [[θάρσος]] ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται [[ὡσαύτως]] καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἄημι]], [[μετὰ]] τῆς σημασίας [[θυελλώδης]], [[ἄγριος]], [[τρομερός]], ὡς τὸ [[αἴητος]]· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ.
|lstext='''ἄητος''': -ον, παλαιοτάτη [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει [[θάρσος]] ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται [[θάρσος]] ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται [[ὡσαύτως]] καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἄημι]], μετὰ τῆς σημασίας [[θυελλώδης]], [[ἄγριος]], [[τρομερός]], ὡς τὸ [[αἴητος]]· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly