ἐπαρκέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαρκέω''': μέλλ. -έσω, Ἐπικ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπαρσέσσαι Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 473. 8: - εἶμαι [[ἀρκούντως]] ἰσχυρὸς [[πρός]] τι, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν περιπτώσει κινδύνου ἢ βλάβης: 1) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., [[ἀποκρούω]] τι ἀπό τινος, [[οὐδέ]] τέ οἱ... ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον, «οὐδ’ ἀπεσόβησεν αὐτῷ τὴν χαλεπὴν φθοράν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 873· [[οὔτε]] τι Τηλέμαχος τό γ’ ἐπήρκεσεν, ἤμυνεν, ἀπέκρουσεν, ἀπώθησεν, Ὀδ. Ρ. 568. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, οὐδὲν γὰρ αὐτῷ ταῦτ’ ἐπαρκέσει τὸ μὴ πεσεῖν, [[οὐδόλως]] θὰ ἐπαρκέσωσιν αὐτῷ [[ταῦτα]] (αἱ βρονταὶ δηλ. καὶ αἱ ἀστραπαὶ) εἰς τὸ νὰ μὴ πέσῃ, κατ’ οὐδὲν θὰ συντελέσωσι [[ταῦτα]] [[ὅπως]] ἐμποδισθῇ ἡ [[πτῶσις]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 918· ἐπαρκέσαι κακότητα, ἀποκροῦσαι, ἀπῶσαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1161· ἐν Σοφ. Αἴαντι 360 (σέ τοι μόνον [[δέδορκα]] ποιμένων ἐπαρκέσοντ’) τὸ ποιμένων ὁ Reiske μετέτρεψεν εἰς τὸ πημονάν. Τὴν διόρθωσιν ταύτην ἐγκρίνει καὶ ὁ Jebb καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸ κείμενον, 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, βοηθῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, Θέογν. 871, Ἡρόδ. 1. 91, Λυσ. 138. 43, Ἀριστοφ. Πλ. 830, κτλ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. χραισμεῖν 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὡς τὸ ὠφελεῖν, Εὐρ. Ὀρ. 803: - ἀπολ., τίς ἄρ’ ἐπαρκέσει; τίς βοηθήσει; Αἰσχύλ. Θήβ. 92· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 777. ΙΙ. χορηγῶ, [[παρέχω]], [[μεταδίδωμι]], [[ἄκος]] δ’ οὐδὲν ἐπήρκεσεν, τὸ μὴ πόλιν... παθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1170· ἐπ. τινί τι Πλάτ. Πρωτ. 321Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί τινος πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν [[ἑαυτοῦ]], παρεῖχε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μέ τι, πέπλοις ἐπαρκέσαι Εὐρ. Κύκλ. 301. 2) [[ἀναλαμβάνω]] τὴν δαπάνην [[περί]] τινος, [[γίνομαι]] [[χορηγός]], Ἀλκιμίδα τό γ’ ἐπάρκεσεν κλειτᾷ γενεᾷ Πινδ. Ν. 6. 103. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐπαρκῶ, ὡς καὶ νῦν, ὅσσον ἐπαρκεῖ Σόλων 4. 1· (πρβλ. [[ἀπαρκέω]])· ἐπαρκέσει [[νόμος]] ὅδ’ [[οὗτος]] ὁ [[νόμος]] θὰ ἐπκρατήσῃ, Σοφ. Ἀντιγ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρκεῖ· ὑπουργεῖ, χορηγεῖ, βοηθεῖ».
|lstext='''ἐπαρκέω''': μέλλ. -έσω, Ἐπικ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπαρσέσσαι Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 473. 8: - εἶμαι [[ἀρκούντως]] ἰσχυρὸς [[πρός]] τι, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν περιπτώσει κινδύνου ἢ βλάβης: 1) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., [[ἀποκρούω]] τι ἀπό τινος, [[οὐδέ]] τέ οἱ... ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον, «οὐδ’ ἀπεσόβησεν αὐτῷ τὴν χαλεπὴν φθοράν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 873· [[οὔτε]] τι Τηλέμαχος τό γ’ ἐπήρκεσεν, ἤμυνεν, ἀπέκρουσεν, ἀπώθησεν, Ὀδ. Ρ. 568. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, οὐδὲν γὰρ αὐτῷ ταῦτ’ ἐπαρκέσει τὸ μὴ πεσεῖν, [[οὐδόλως]] θὰ ἐπαρκέσωσιν αὐτῷ [[ταῦτα]] (αἱ βρονταὶ δηλ. καὶ αἱ ἀστραπαὶ) εἰς τὸ νὰ μὴ πέσῃ, κατ’ οὐδὲν θὰ συντελέσωσι [[ταῦτα]] [[ὅπως]] ἐμποδισθῇ ἡ [[πτῶσις]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 918· ἐπαρκέσαι κακότητα, ἀποκροῦσαι, ἀπῶσαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1161· ἐν Σοφ. Αἴαντι 360 (σέ τοι μόνον [[δέδορκα]] ποιμένων ἐπαρκέσοντ’) τὸ ποιμένων ὁ Reiske μετέτρεψεν εἰς τὸ πημονάν. Τὴν διόρθωσιν ταύτην ἐγκρίνει καὶ ὁ Jebb καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸ κείμενον, 3) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, βοηθῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, Θέογν. 871, Ἡρόδ. 1. 91, Λυσ. 138. 43, Ἀριστοφ. Πλ. 830, κτλ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. χραισμεῖν 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὡς τὸ ὠφελεῖν, Εὐρ. Ὀρ. 803: - ἀπολ., τίς ἄρ’ ἐπαρκέσει; τίς βοηθήσει; Αἰσχύλ. Θήβ. 92· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 777. ΙΙ. χορηγῶ, [[παρέχω]], [[μεταδίδωμι]], [[ἄκος]] δ’ οὐδὲν ἐπήρκεσεν, τὸ μὴ πόλιν... παθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1170· ἐπ. τινί τι Πλάτ. Πρωτ. 321Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί τινος πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν [[ἑαυτοῦ]], παρεῖχε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60· μετὰ δοτ. πράγμ., [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μέ τι, πέπλοις ἐπαρκέσαι Εὐρ. Κύκλ. 301. 2) [[ἀναλαμβάνω]] τὴν δαπάνην [[περί]] τινος, [[γίνομαι]] [[χορηγός]], Ἀλκιμίδα τό γ’ ἐπάρκεσεν κλειτᾷ γενεᾷ Πινδ. Ν. 6. 103. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐπαρκῶ, ὡς καὶ νῦν, ὅσσον ἐπαρκεῖ Σόλων 4. 1· (πρβλ. [[ἀπαρκέω]])· ἐπαρκέσει [[νόμος]] ὅδ’ [[οὗτος]] ὁ [[νόμος]] θὰ ἐπκρατήσῃ, Σοφ. Ἀντιγ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρκεῖ· ὑπουργεῖ, χορηγεῖ, βοηθεῖ».
}}
}}
{{bailly
{{bailly