3,273,408
edits
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισκιάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐπιρρίπτω]] σκιὰν [[ἐπάνω]] εἴς τι, Λατ. obumbrare, τῇ πτέρυγι τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 1. 209, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 5· | |lstext='''ἐπισκιάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐπιρρίπτω]] σκιὰν [[ἐπάνω]] εἴς τι, Λατ. obumbrare, τῇ πτέρυγι τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 1. 209, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 5· μετὰ δοτ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 79, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 7. ΙΙ. [[ἐπισκοτίζω]], ἀμαυρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· ἀντίθετον τῷ φωτίζειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 141· μεταφ., ἐπικαλύπτω, τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασιν ἐπ. Ἰούγκου ἐκ τοῦ Περὶ Γήρως παρὰ Στοβ. 597 ἐν τέλει· οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 11· τὸν ἑκάστου βίον ἐπισκιάζουσα (διάφ. γρ. ἐπηλυγάζουσα) ὁ αὐτ. π. Διαβολῆς 1· τῇ εὐγενείᾳ Ἡρῳδιαν. 2. 10: ― Παθ., λαθραῖον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη, βλέπουσα κρυφίως, Σοφ. Τρ. 914. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |