3,274,216
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπηρεάζω''': παρατατ. ἐπηρέαζον: ἀόρ. ἐπηρέασα, ἀπειλῶ, τάδε σφι λέγετε ἐπηρεάζοντες Ἡρόδ. 6. 9. ΙΙ. φέρομαι ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, ἐνεργῶ ὑβριστικῶς κατ’ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. [[ἐπηρεασμός]]), | |lstext='''ἐπηρεάζω''': παρατατ. ἐπηρέαζον: ἀόρ. ἐπηρέασα, ἀπειλῶ, τάδε σφι λέγετε ἐπηρεάζοντες Ἡρόδ. 6. 9. ΙΙ. φέρομαι ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, ἐνεργῶ ὑβριστικῶς κατ’ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. [[ἐπηρεασμός]]), μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31· παρενοχλῶ, ἐπ. μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω Δημ. 519. 14, κτλ.· οὕτω, ἐπηρεάσαι τοῖς ψηφίσμασι, ἐναντιωθῆναι εἰς αὐτὰ μετὰ θρασύτητος, ὁ αὐτ. 331. 14·- [[ὡσαύτως]], ἐπ. εἴς τινα Ἀντιφῶν 131. 23· ἐπ. τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27· τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 15:- ἀπολ., [[προπηλακίζω]], [[ὑβρίζω]], Ἀντιφῶν 142. 16· [[παρεμβάλλω]] ἐμπόδιον, Ξεν. Συμπ. 5, 6.- Παθ., προσβάλλομαι, ὑβρίζομαι, Λυσ. 182. 10, Δημ. 519. 20· πρβλ. [[ὑβρίζω]].- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπηρεάζει· βιάζει». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |