ἀργύριον: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργύριον''': [ῠ], τό, Βοιωτ. ἀργούριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 50: - μικρὸν [[νόμισμα]], [[κερμάτιον]], Ἀριστοφ. 5. 255, Ξεν. Οἰκ. 19. 16, κτλ.· πληθ. (ἴδε Πολυδ. Θ΄, 89), Ἀριστοφ. Ὄρν. 600, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 19, Πλάτ. Νόμ. 742D, Ξεν. Οἰκ. 19, 16: - [[ἑπομένως]], 2) περιληπτικῶς, χρήματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «ἀργύρια» ἀντὶ χρήματα, [[ἐπεὶ]] αἰτοῦσιν οὐκ [[ἀργύριον]] οἱ χρηστοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 156, 158, κ. ἀλλ.· ἀργ. ῥητόν, ὡρισμένον ποσόν, Θουκ. 2. 70· εἰς [[ἀργύριον]] λογισθέντα, ὑπολογισθέντα εἰς [[νόμισμα]], εἰς ἀξίαν νομίσματος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· μὴ μνάσῃς Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν ἢ δύο, «πλέον ἠνάλωσά φασιν ἢ δυοῖν μνᾶν καθαροῦ ἀργυρίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 15. 36: - παρὰ τοῖς κωμ. [[συχν]]. [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, [[τἀργύριον]] (τὰ χρήματα) δανείζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 756· ἀπαιτεῖν [[αὐτόθι]] 1247· κατατιθέναι Ἀντιφ. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1. 14, κτλ.· οὕτω, τὸ ἀργ. καταβάλλειν Θουκ. 1. 27, κτλ. ΙΙ. = ἄργυρος, ὡς [[μέταλλον]], πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Ἡρόδ. 3. 13· ἀργ. [[ἐπίσημον]] καὶ ἄσημον Θουκ. 2. 13· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ἀργυρίου [[ἄνθος]] Λατ. Flos argenti, Ἱππ. 574. 53.
|lstext='''ἀργύριον''': [ῠ], τό, Βοιωτ. ἀργούριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 50: - μικρὸν [[νόμισμα]], [[κερμάτιον]], Ἀριστοφ. 5. 255, Ξεν. Οἰκ. 19. 16, κτλ.· πληθ. (ἴδε Πολυδ. Θ΄, 89), Ἀριστοφ. Ὄρν. 600, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 19, Πλάτ. Νόμ. 742D, Ξεν. Οἰκ. 19, 16: - [[ἑπομένως]], 2) περιληπτικῶς, χρήματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «ἀργύρια» ἀντὶ χρήματα, [[ἐπεὶ]] αἰτοῦσιν οὐκ [[ἀργύριον]] οἱ χρηστοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 156, 158, κ. ἀλλ.· ἀργ. ῥητόν, ὡρισμένον ποσόν, Θουκ. 2. 70· εἰς [[ἀργύριον]] λογισθέντα, ὑπολογισθέντα εἰς [[νόμισμα]], εἰς ἀξίαν νομίσματος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· μὴ μνάσῃς Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν ἢ δύο, «πλέον ἠνάλωσά φασιν ἢ δυοῖν μνᾶν καθαροῦ ἀργυρίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 15. 36: - παρὰ τοῖς κωμ. [[συχν]]. μετὰ τοῦ ἄρθρου, [[τἀργύριον]] (τὰ χρήματα) δανείζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 756· ἀπαιτεῖν [[αὐτόθι]] 1247· κατατιθέναι Ἀντιφ. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1. 14, κτλ.· οὕτω, τὸ ἀργ. καταβάλλειν Θουκ. 1. 27, κτλ. ΙΙ. = ἄργυρος, ὡς [[μέταλλον]], πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Ἡρόδ. 3. 13· ἀργ. [[ἐπίσημον]] καὶ ἄσημον Θουκ. 2. 13· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ἀργυρίου [[ἄνθος]] Λατ. Flos argenti, Ἱππ. 574. 53.
}}
}}
{{bailly
{{bailly