ἕννυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕννυμι''': ἢ ἑννύω (ἴδε ἀμφι-, καθ-), Ἰων. [[εἵνυμι]], εἱνύω (πρβλ. ἐπι-, κατα-): μέλλ. ἕσω (ἀμφι-) Ὀδ. Ε. 167, Ἐπ. ἕσσω Π. 79, κτλ.· Ἐπικ. ἀόρ. [[ἕσσα]], ἀπαρ. ἕσσαι Ξ. 154, (ὁ κοινὸς [[τύπος]] μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀμφιέσαιμι, ἀμφιέσασα): - Μέσ., ἕννῠμαι, Ὅμηρ.: παρατ. ἕννῠτο ὁ [[αὐτός]]: Ἐπικ. μέλλ. ἕσσομαι (ἐφ-) Ἀπολλ. Ῥόδ., πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 21· ἀόρ. ἕσατο Ἰλ. Ξ. 178, Ἐπικ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 350.· Ἐπικ. γ΄ ἑν. ἑέσσατο Ἰλ. Κ. 23, Ὀδ. Ξ. 529: - Παθ. πρκμ. [[εἷμαι]], εἷται, Τ. 72, Λ. 190, ἀλλὰ β΄ ἑνικ. ἕσσαι Ω. 250, γ΄ ἕσται (ἐπι-) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47.: ὑπερσ. β΄ ἑνικ. [[ἕσσο]] Ἰλ. Γ. 57, Ὀδ. Π. 199, [[ἕστο]] Ἰλ. Ψ. 67, Ἐπικ. [[ἕεστο]] Μ. 464, γ΄ δυϊκ. ἕσθην Ξ. 517, γ΄ πληθ. [[εἵατο]] Σ. 596· μετοχ. [[εἱμένος]] ἴδε κατωτέρω. (Ἡ [[ῥίζα]] ἦτο ϜΕΣ, [[διότι]] αὕτη ἡ [[λέξις]] ὡς καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς παράγωγα συνήθως λαμβάνουσι τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ., πρβλ. τοὺς τύπους βέστρον, γεστία, γέστρα ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ τῷ Ἡσυχ.· [[ὡσαύτως]] τὰ Σανσκρ. vas, vas-é (induo me). vas-anam (Λατ. vestis)· Γοτθ. ga-vas-jan· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ἡ [[ῥίζα]] ἐγένετο ἙΣ, ὡς ἐν τῷ ἕννυμι, [[εἷμα]], ἑανὸς καὶ ἑᾰνός, καὶ [[ἐνίοτε]] ἘΣ, ὡς [[ἐσθής]], [[ἐσθέω]], [[ἔσθημα]]). Ἡ ῥιζικὴ [[σημασία]], [[ἐνδύω]] τινά, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει, θά σε ἐνδύσῃ μὲ χλαῖναν καὶ χιτῶνα, Ὀδ. Ο. 338, πρβλ. Π. 79, Ἰλ. Ε. 905. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν τι, φορῶ, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα [[εἷμαι]] Ὀδ. Ψ. 115, χλαίνας εὖ εἱμένοι Ο. 330· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πανοπλίας, ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκὸν Ἰλ. Ξ. 383, κτλ.· ἐπὶ μεγάλων ἀσπίδων, αἵτινες ἐκάλυπτον ὅλον τὸ [[σῶμα]], ἀσπίδας, ὅσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται ἑσσάμενοι [[αὐτόθι]] 372· ξυστὰ κατὰ [[στόμα]] εἱμένα χαλκῷ, μακρὰ δόρατα, «κοντάρια», κατὰ τὸ [[ἄκρον]] κεκαλυμμένα διὰ χαλκοῦ, «σεσιδηρωμένα» (Σχόλ.), Ο. 389· ἐπὶ παντὸς καλύμματος, ὡς π.χ. ἐπὶ σκεπασμάτων κλίνης, σκεπάζομαι, χλαίνας τ’ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι Ὀδ. Δ. 299· ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο, «νεφέλην δὲ περιεβάλοντο [[ἄνωθεν]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 350· [[ἠέρα]] ἑσσαμένῳ [[αὐτόθι]] 282· [[εἱμένος]] ὤμοιν νεφέλης Ο. 308· καὶ δι’ ἰσχυρᾶς μεταφορᾶς, ἀλλὰ [[μάλα]] Τρῶες δειδήμονες· ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσα ἔοργας, ἀλλὰ [[λίαν]] ἄτολμοι [[εἶναι]] οἱ Τρῷες, [[διότι]] ἄλλως θὰ περιεβάλεσο ἤδη ὑπὸ λιθίνου χιτῶνος δι’ ὅσα κακὰ ἔπραξας, δηλ. ἤθελες φονευθῆ διὰ λίθων, Ἰλ. Γ. 57· οὕτω βραδύτερον, ἕσσασθαι γῆν Πίνδ. Ν. 11. 21· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] Σοφ. Ο. Τ. 1701: - μεταφ. [[ὡσαύτως]], φρεσὶν εἱμένοι ἀλκὴν Ἰλ. Υ. 381, πρβλ. [[ἐφέννυμι]]. - Σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἴδε ἀνωτ.), οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται τὰ σύνθετα, καὶ οὕτω [[πάντοτε]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε ἰδίως τὸ [[ἀμφιέννυμι]].
|lstext='''ἕννυμι''': ἢ ἑννύω (ἴδε ἀμφι-, καθ-), Ἰων. [[εἵνυμι]], εἱνύω (πρβλ. ἐπι-, κατα-): μέλλ. ἕσω (ἀμφι-) Ὀδ. Ε. 167, Ἐπ. ἕσσω Π. 79, κτλ.· Ἐπικ. ἀόρ. [[ἕσσα]], ἀπαρ. ἕσσαι Ξ. 154, (ὁ κοινὸς [[τύπος]] μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀμφιέσαιμι, ἀμφιέσασα): - Μέσ., ἕννῠμαι, Ὅμηρ.: παρατ. ἕννῠτο ὁ [[αὐτός]]: Ἐπικ. μέλλ. ἕσσομαι (ἐφ-) Ἀπολλ. Ῥόδ., πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 21· ἀόρ. ἕσατο Ἰλ. Ξ. 178, Ἐπικ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 350.· Ἐπικ. γ΄ ἑν. ἑέσσατο Ἰλ. Κ. 23, Ὀδ. Ξ. 529: - Παθ. πρκμ. [[εἷμαι]], εἷται, Τ. 72, Λ. 190, ἀλλὰ β΄ ἑνικ. ἕσσαι Ω. 250, γ΄ ἕσται (ἐπι-) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47.: ὑπερσ. β΄ ἑνικ. [[ἕσσο]] Ἰλ. Γ. 57, Ὀδ. Π. 199, [[ἕστο]] Ἰλ. Ψ. 67, Ἐπικ. [[ἕεστο]] Μ. 464, γ΄ δυϊκ. ἕσθην Ξ. 517, γ΄ πληθ. [[εἵατο]] Σ. 596· μετοχ. [[εἱμένος]] ἴδε κατωτέρω. (Ἡ [[ῥίζα]] ἦτο ϜΕΣ, [[διότι]] αὕτη ἡ [[λέξις]] ὡς καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς παράγωγα συνήθως λαμβάνουσι τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ., πρβλ. τοὺς τύπους βέστρον, γεστία, γέστρα ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ τῷ Ἡσυχ.· [[ὡσαύτως]] τὰ Σανσκρ. vas, vas-é (induo me). vas-anam (Λατ. vestis)· Γοτθ. ga-vas-jan· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ἡ [[ῥίζα]] ἐγένετο ἙΣ, ὡς ἐν τῷ ἕννυμι, [[εἷμα]], ἑανὸς καὶ ἑᾰνός, καὶ [[ἐνίοτε]] ἘΣ, ὡς [[ἐσθής]], [[ἐσθέω]], [[ἔσθημα]]). Ἡ ῥιζικὴ [[σημασία]], [[ἐνδύω]] τινά, μετὰ διπλῆς αἰτ., κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει, θά σε ἐνδύσῃ μὲ χλαῖναν καὶ χιτῶνα, Ὀδ. Ο. 338, πρβλ. Π. 79, Ἰλ. Ε. 905. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν τι, φορῶ, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα [[εἷμαι]] Ὀδ. Ψ. 115, χλαίνας εὖ εἱμένοι Ο. 330· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πανοπλίας, ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκὸν Ἰλ. Ξ. 383, κτλ.· ἐπὶ μεγάλων ἀσπίδων, αἵτινες ἐκάλυπτον ὅλον τὸ [[σῶμα]], ἀσπίδας, ὅσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται ἑσσάμενοι [[αὐτόθι]] 372· ξυστὰ κατὰ [[στόμα]] εἱμένα χαλκῷ, μακρὰ δόρατα, «κοντάρια», κατὰ τὸ [[ἄκρον]] κεκαλυμμένα διὰ χαλκοῦ, «σεσιδηρωμένα» (Σχόλ.), Ο. 389· ἐπὶ παντὸς καλύμματος, ὡς π.χ. ἐπὶ σκεπασμάτων κλίνης, σκεπάζομαι, χλαίνας τ’ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι Ὀδ. Δ. 299· ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο, «νεφέλην δὲ περιεβάλοντο [[ἄνωθεν]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 350· [[ἠέρα]] ἑσσαμένῳ [[αὐτόθι]] 282· [[εἱμένος]] ὤμοιν νεφέλης Ο. 308· καὶ δι’ ἰσχυρᾶς μεταφορᾶς, ἀλλὰ [[μάλα]] Τρῶες δειδήμονες· ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσα ἔοργας, ἀλλὰ [[λίαν]] ἄτολμοι [[εἶναι]] οἱ Τρῷες, [[διότι]] ἄλλως θὰ περιεβάλεσο ἤδη ὑπὸ λιθίνου χιτῶνος δι’ ὅσα κακὰ ἔπραξας, δηλ. ἤθελες φονευθῆ διὰ λίθων, Ἰλ. Γ. 57· οὕτω βραδύτερον, ἕσσασθαι γῆν Πίνδ. Ν. 11. 21· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] Σοφ. Ο. Τ. 1701: - μεταφ. [[ὡσαύτως]], φρεσὶν εἱμένοι ἀλκὴν Ἰλ. Υ. 381, πρβλ. [[ἐφέννυμι]]. - Σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἴδε ἀνωτ.), οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται τὰ σύνθετα, καὶ οὕτω [[πάντοτε]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε ἰδίως τὸ [[ἀμφιέννυμι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly