ἵμερος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ὁ</b>" to "ῑ], ὁ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵμερος''': ῑ, ὁ· (ἴδε ἐν τέλει)· [[πόθος]], ἐπιθυμία [[πρός]] τι, Λατιν. desiderium, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σίτου... περὶ φρένας [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Λ. 89, κτλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ἤγειρεν ἐν αὐτοῖς ἐπιθυμίαν θρήνου, πρὸς ἀνακούφισιν δηλ. τῆς θλίψεως, πρβλ. Ἑβδ. ἐν Γεν. ΜΓ΄, 30), Ἰλ. Ψ. 14· ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο Ὀδ. Π. 215, κτλ.· καὶ [[μετὰ]] δευτέρας γεν. (ἀντικειμ.), πατρὸς ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο, διὰ τὸν πατέρα της, Δ. 113· πρβλ. [[ἱμερόεις]]: - Παρ’ Ἡροδ., ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, μετ’ ἀπαρ., 5. 106, 8. 43· [[ὡσαύτως]], [[ἵμερος]] ἔχει με... [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ο. Κ. 1725· ἵμ. ἐπῆλθέ μοι, ἐπείρεσθαι Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 9. 3· σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζολόγοις, ὡς Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 251C. Συμπ. 197D: - ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι, πολλαὶ ὁρμαὶ ἢ αἰσθήματα, Αἰσχύλ. Χο. 299. 2) ἀπολ., ἐπιθυμία, [[ἔρως]], Λατ. cupido, ὣς σεο νῦν [[ἔραμαι]] καί με γλυκὺς [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Γ. 446· δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον Ξ. 198· οὕτω βραδύτερον, γλυκὺς ἵμ. Πινδ. Ο. 3. 58· δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ [[αὐτόθι]] 1. 65· ἱμέρῳ πεπληγμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 544, πρβλ. Πρ. 649, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 795, Τρ. 476, Ἀριστοφ. Βάτρ. 59 (ἴδε ἐν λ. [[ἐνστάζω]])· - σχεδὸν ὡς τὸ [[ἔρως]], ἂν καὶ [[οὗτος]] ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκφράζει [[ἁπλῶς]] τὸ ζῳῶδες [[πάθος]], πρβλ. Λουκ. Θεῶν Κρίσιν 15 (Θεῶν Διάλ. 20, 15), [[ἔνθα]] γίνεται [[διάκρισις]] τῶν λέξεων [[ἔρως]], [[ἵμερος]], [[πόθος]]. 3) ὡς κύριον [[ὄνομα]], ὁ Ἔρως, Νόνν. Δ. 1, πρβλ. Ἡσ. Θ. 64. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ οὐδ. ὡς Ἐπίρρ., ἵμερον αὐλεῖν Ἀνθ. Π. 9. 266· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν [[αὐτόθι]] 7. 30, 364. (Κυρίως ἵσμερος, ἐκ √ΙΣ, πρβλ. τὸ Σανσκρ. ish, ekk-hâmi ἀντὶ aiss-kami (desidero), ish-tas, ([[ποθητός]]), ish-mas (θεὸς τῆς ἀγάπης, [[ἔρως]])· Σαβινικ. ais-os ([[προσευχή]])· Σλαυ. iskati (ζητῶ)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. eis-côm· -[[ἐντεῦθεν]], [[ἱμείρω]], κτλ., καὶ [[ἰότης]].
|lstext='''ἵμερος''': ῑ, ὁ· (ἴδε ἐν τέλει)· [[πόθος]], ἐπιθυμία [[πρός]] τι, Λατιν. desiderium, μετὰ γεν. πράγμ., σίτου... περὶ φρένας [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Λ. 89, κτλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ἤγειρεν ἐν αὐτοῖς ἐπιθυμίαν θρήνου, πρὸς ἀνακούφισιν δηλ. τῆς θλίψεως, πρβλ. Ἑβδ. ἐν Γεν. ΜΓ΄, 30), Ἰλ. Ψ. 14· ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο Ὀδ. Π. 215, κτλ.· καὶ μετὰ δευτέρας γεν. (ἀντικειμ.), πατρὸς ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο, διὰ τὸν πατέρα της, Δ. 113· πρβλ. [[ἱμερόεις]]: - Παρ’ Ἡροδ., ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, μετ’ ἀπαρ., 5. 106, 8. 43· [[ὡσαύτως]], [[ἵμερος]] ἔχει με... [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ο. Κ. 1725· ἵμ. ἐπῆλθέ μοι, ἐπείρεσθαι Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 9. 3· σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζολόγοις, ὡς Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 251C. Συμπ. 197D: - ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι, πολλαὶ ὁρμαὶ ἢ αἰσθήματα, Αἰσχύλ. Χο. 299. 2) ἀπολ., ἐπιθυμία, [[ἔρως]], Λατ. cupido, ὣς σεο νῦν [[ἔραμαι]] καί με γλυκὺς [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Γ. 446· δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον Ξ. 198· οὕτω βραδύτερον, γλυκὺς ἵμ. Πινδ. Ο. 3. 58· δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ [[αὐτόθι]] 1. 65· ἱμέρῳ πεπληγμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 544, πρβλ. Πρ. 649, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 795, Τρ. 476, Ἀριστοφ. Βάτρ. 59 (ἴδε ἐν λ. [[ἐνστάζω]])· - σχεδὸν ὡς τὸ [[ἔρως]], ἂν καὶ [[οὗτος]] ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκφράζει [[ἁπλῶς]] τὸ ζῳῶδες [[πάθος]], πρβλ. Λουκ. Θεῶν Κρίσιν 15 (Θεῶν Διάλ. 20, 15), [[ἔνθα]] γίνεται [[διάκρισις]] τῶν λέξεων [[ἔρως]], [[ἵμερος]], [[πόθος]]. 3) ὡς κύριον [[ὄνομα]], ὁ Ἔρως, Νόνν. Δ. 1, πρβλ. Ἡσ. Θ. 64. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ οὐδ. ὡς Ἐπίρρ., ἵμερον αὐλεῖν Ἀνθ. Π. 9. 266· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν [[αὐτόθι]] 7. 30, 364. (Κυρίως ἵσμερος, ἐκ √ΙΣ, πρβλ. τὸ Σανσκρ. ish, ekk-hâmi ἀντὶ aiss-kami (desidero), ish-tas, ([[ποθητός]]), ish-mas (θεὸς τῆς ἀγάπης, [[ἔρως]])· Σαβινικ. ais-os ([[προσευχή]])· Σλαυ. iskati (ζητῶ)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. eis-côm· -[[ἐντεῦθεν]], [[ἱμείρω]], κτλ., καὶ [[ἰότης]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly