3,276,318
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕποπτος''': ον· ([[ὑφοράω]], μέλλ. ὑπόψομαι)· - ὃν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως ἢ [[κάτωθεν]], καὶ μεθ’ ὑποψίας ἢ φθόνου, Λατιν. suspectus, ἐπὶ προσώπων, ἐγὼ δ’ [[ὕποπτος]] ἐχθρὸς ἦ παλαιγενὴς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1637· ἀντίθετον τῷ [[πιστός]], Θουκ. 3. 82· ὑπ. τινι, ἀντικείμενον ὑποψίας εἴς τινα, Εὐρ. Ἠλ. 644, Θουκ. 4. 103, 104, κλπ.· ἀλλ’ [[οἷον]] ἡττηθεὶς ὁ Πομπήϊος, [[ὕποπτος]] ἦν [[μᾶλλον]] ὧν ἐφρόνει περὶ Καίσαρος Πλουτ. Πομπ. 56· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Διαβολ. 29· μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι Θουκ. 6. 75. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τάδ’ ἦν ὕποπτα Εὐρ. Ι. Τ. 1334· τούτων ὑπόπτων ὄντων Ἀντιφῶν 116. 45· ὑπ. ἂν γένοιτο Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 16· καὶ τοῖς πᾶσι γε ὁμοίως Ἕλλησιν ὕποπτον καθεστήκει, τὴν τῶν [[πέλας]] μὴ πείσαντας διιέναι Θουκ. 4. 78· - τὰ ὕποπτα, τὰ ὕποπτα μέρη, Πλουτ. Γάλβ. 24. 3) Ἐπίρρ., ὑπόπτως [[διάκειμαι]] ἢ ἔχω, ἔχω ὑποψίαν, τινὶ Θουκ. 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 40· οὕτω, εἰς ὕποπτα [[μολεῖν]] τινι Εὐρ. Ἠλ. 345. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑποπτεύων, ἔχων ὑποψίαν, [[πλήρης]] ὑποψίας, [[πλήρης]] φόβου, Λατ. suspicax, suspiciosns, | |lstext='''ὕποπτος''': ον· ([[ὑφοράω]], μέλλ. ὑπόψομαι)· - ὃν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως ἢ [[κάτωθεν]], καὶ μεθ’ ὑποψίας ἢ φθόνου, Λατιν. suspectus, ἐπὶ προσώπων, ἐγὼ δ’ [[ὕποπτος]] ἐχθρὸς ἦ παλαιγενὴς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1637· ἀντίθετον τῷ [[πιστός]], Θουκ. 3. 82· ὑπ. τινι, ἀντικείμενον ὑποψίας εἴς τινα, Εὐρ. Ἠλ. 644, Θουκ. 4. 103, 104, κλπ.· ἀλλ’ [[οἷον]] ἡττηθεὶς ὁ Πομπήϊος, [[ὕποπτος]] ἦν [[μᾶλλον]] ὧν ἐφρόνει περὶ Καίσαρος Πλουτ. Πομπ. 56· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Διαβολ. 29· μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι Θουκ. 6. 75. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τάδ’ ἦν ὕποπτα Εὐρ. Ι. Τ. 1334· τούτων ὑπόπτων ὄντων Ἀντιφῶν 116. 45· ὑπ. ἂν γένοιτο Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 16· καὶ τοῖς πᾶσι γε ὁμοίως Ἕλλησιν ὕποπτον καθεστήκει, τὴν τῶν [[πέλας]] μὴ πείσαντας διιέναι Θουκ. 4. 78· - τὰ ὕποπτα, τὰ ὕποπτα μέρη, Πλουτ. Γάλβ. 24. 3) Ἐπίρρ., ὑπόπτως [[διάκειμαι]] ἢ ἔχω, ἔχω ὑποψίαν, τινὶ Θουκ. 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 40· οὕτω, εἰς ὕποπτα [[μολεῖν]] τινι Εὐρ. Ἠλ. 345. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑποπτεύων, ἔχων ὑποψίαν, [[πλήρης]] ὑποψίας, [[πλήρης]] φόβου, Λατ. suspicax, suspiciosns, μετὰ γεν., [[ὕποπτος]] ὢν δὴ Τρωϊκῆς ἁλώσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1135· ὕπ. [[πρός]] τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5, κλπ.· -τὸ ὕποπτον, [[ὑποψία]], [[ζηλοτυπία]], τὸ ὕποπτον τῆς γνώμης Θουκ. 1. 90· τῷ ὑπ. μου, ἐξ ὑποψίας περὶ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 6. 89. - Ἐπίρρ., μεθ’ ὑποψίας, ὑπόπτως ἀποδέχεσθαι τοὺς μηνυτὰς ὁ αὐτ. 6. 53, πρβλ. 8. 66· ὑπ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 381 ἐν τέλ., Ἰσοκρ. 182Α· [[περί]] τινος Ἀριστ. Προβλ. 20. 34. 2) ἐπὶ ἵππου, = [[ὑπόπτης]], Πολυδ. Α΄, 197. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |