3,276,318
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοιβδέω''': μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ [[ῥοφέω]], ῥοφῶ | |lstext='''ῥοιβδέω''': μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ [[ῥοφέω]], ῥοφῶ μετὰ θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ [[σύγε]] κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. [[ἀναρροιβδέω]]. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου [[γάνος]] Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ [[ῥοιζέω]] (πρβλ. [[ῥοῖβδος]]), κινοῦμαι μετὰ θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |