ὑποφέρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφέρω''': μέλλ. ὑποίσω· ἀόρ. ὑπήνεγκα (Ἰων. ὑπήνεικα) ἢ ὑπήνεγκον. Φέρω τινὰ ἐκτὸς κινδύνου, [[ἀλλά]] μ’ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες, «ἐξήνεγκον, ἐξήγαγον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 885. ― Παθ., λαμβάνομαι ἢ ἀφαιροῦμαι [[ὑποκάτωθεν]], ἐὰν ὑποφέρηται τοῦτο (δηλ. τὸ ὑποκείμενον τῷ κινουμένῳ) θᾶττον ἢ ὥστ’ ἔχειν ἀπερείσασθαι Ἀριστοτέλ. περὶ Ζῴων Πορ. 3. 2. 2) [[φέρω]] [[ὑποκάτω]], (οἱ ἵπποι ἀρρωστοῦντες) τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια καὶ ὑποφέρουσιν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2. ΙΙ. [[φέρω]], δεήσει ὅπλα ὑποφέρειν ἃ ἂν αὐτοῖς διδῶσι, ἐπὶ ὁπλοφόρου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 57, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7. ― Παθ., ὑποβαστάζομαι, ὑποστηρίζομαι, τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. Προβλ. 5. 19. 2) μεταφορ., [[φέρω]], [[ὑποφέρω]], [[ὑπομένω]], πόνους καὶ κινδύνους Ἰσοκρ. 40Α, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 3· κινδύνους καὶ φόβους Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ὀργήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 879C· τὸν τρόπον τινὸς Ἰσοκρ. 8D· [[γῆρας]] καὶ πενίαν Αἰσχίν. 12. 37· εἰσφορὰς Ξεν. Οἰκ. 2, 6· ἀναλώματα Δημ. 1359. 7· πόλεμον Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 15. ΙΙΙ. [[φέρω]] [[ὄπισθεν]] ἑπόμενος, δίφρους τινὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 22. 2) [[ἐπισυνάπτω]], [[προστίθημι]] ὁμιλῶν, Διονύσ. Ἁλ. 7. 16 (Βατικ. Κῶδ.), Λογγῖν. 16. 4. IV. παρουσιάζω [[κάτωθεν]], [[προτείνω]], [[προσφέρω]], δᾷδα Πλουτ. Ποπλικ. 23· τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 41· [[ἐπιφέρω]] [[κάτωθεν]], ὁ δὲ [[Νεοπτόλεμος]] εἰς [[θάτερον]] ἐρεισάμενος τὸ γόνυ..., ἠμύνετο μὲν εὐρώστως [[κάτωθεν]], οὐ θανασίμους δὲ πληγὰς ὑποφέρων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 7. 2) μεταφορ., ὑποδηλῶ τι, εἰ τῶν... οἰχομένων... ἐλπίδ’ ὑποίσεις Σοφ. Ἠλ. 834· προσποιοῦμαι, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, ὡς τὸ [[προφέρω]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2. V. παραφέρω, [[παρασύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ ποταμοῦ, Πλούτ. 2. 325Α, Πολυδ. Α΄, 111, κλπ.· ― [[κάμνω]] νὰ ὀλισθήσῃ πρὸς τὰ [[κάτω]] καὶ νὰ πέσῃ, Πλούτ. 2. 459Β, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 187· ― Παθ., φέρομαι, παρασύρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], τῷ ποταμῷ Πλουτ. Ἀλέξ. 63· φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], κατὰ κρημνῶν ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 23. 2) μεταφορ., ἐν τῷ παθ., [[πίπτω]] κατὰ μικρόν, ὀλισθαίνω πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ καταβυθίζομαι, εἰς πενίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2· κατὰ μικρὸν φθείρομαι. κατ’ ὀλίγον [[καταπίπτω]] καὶ ἐξασθενοῦμαι, ἐπὶ τῶν φθισικῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 939 (ἀλλ. ὑποφθείρομαι)· οὕτω δὲ [[ἴσως]] [[ἑρμηνευτέον]] τὸ [[ὀρθοστάδην]] ὑπ., [[αὐτόθι]] τὸ γ΄, 1089, 1111 (εἰ καὶ ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ἀντέχω]], «βαστῶ»)· [[πόλις]] πταίσμασιν ὑποφερομένη Πλουτ. Περικλέους καὶ Φαβ. Μαξ. Σύγκρισις 1· ὑποφερομένην ἀνανεωτερίζειν, ἀναζωογονεῖν στάσιν περὶ τὸ [[τέλος]] εὑρισκομένην, ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρ. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 2· ― ἐπὶ ἑορτῆς ἢ πανηγύρεως, γενομένης [[μετὰ]] τὸν προσήκοντα χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 59. VI. [[καταβιβάζω]] εἴς τι [[σημεῖον]], ἐς τοσοῦτον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 6· ὑπ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Πλουτ. Λυκοῦργ. 25. ― Παθ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπ. εἰς ὕβριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 18· πρὸς τὸ κομπῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453.
|lstext='''ὑποφέρω''': μέλλ. ὑποίσω· ἀόρ. ὑπήνεγκα (Ἰων. ὑπήνεικα) ἢ ὑπήνεγκον. Φέρω τινὰ ἐκτὸς κινδύνου, [[ἀλλά]] μ’ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες, «ἐξήνεγκον, ἐξήγαγον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 885. ― Παθ., λαμβάνομαι ἢ ἀφαιροῦμαι [[ὑποκάτωθεν]], ἐὰν ὑποφέρηται τοῦτο (δηλ. τὸ ὑποκείμενον τῷ κινουμένῳ) θᾶττον ἢ ὥστ’ ἔχειν ἀπερείσασθαι Ἀριστοτέλ. περὶ Ζῴων Πορ. 3. 2. 2) [[φέρω]] [[ὑποκάτω]], (οἱ ἵπποι ἀρρωστοῦντες) τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια καὶ ὑποφέρουσιν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2. ΙΙ. [[φέρω]], δεήσει ὅπλα ὑποφέρειν ἃ ἂν αὐτοῖς διδῶσι, ἐπὶ ὁπλοφόρου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 57, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7. ― Παθ., ὑποβαστάζομαι, ὑποστηρίζομαι, τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. Προβλ. 5. 19. 2) μεταφορ., [[φέρω]], [[ὑποφέρω]], [[ὑπομένω]], πόνους καὶ κινδύνους Ἰσοκρ. 40Α, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 3· κινδύνους καὶ φόβους Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ὀργήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 879C· τὸν τρόπον τινὸς Ἰσοκρ. 8D· [[γῆρας]] καὶ πενίαν Αἰσχίν. 12. 37· εἰσφορὰς Ξεν. Οἰκ. 2, 6· ἀναλώματα Δημ. 1359. 7· πόλεμον Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 15. ΙΙΙ. [[φέρω]] [[ὄπισθεν]] ἑπόμενος, δίφρους τινὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 22. 2) [[ἐπισυνάπτω]], [[προστίθημι]] ὁμιλῶν, Διονύσ. Ἁλ. 7. 16 (Βατικ. Κῶδ.), Λογγῖν. 16. 4. IV. παρουσιάζω [[κάτωθεν]], [[προτείνω]], [[προσφέρω]], δᾷδα Πλουτ. Ποπλικ. 23· τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 41· [[ἐπιφέρω]] [[κάτωθεν]], ὁ δὲ [[Νεοπτόλεμος]] εἰς [[θάτερον]] ἐρεισάμενος τὸ γόνυ..., ἠμύνετο μὲν εὐρώστως [[κάτωθεν]], οὐ θανασίμους δὲ πληγὰς ὑποφέρων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 7. 2) μεταφορ., ὑποδηλῶ τι, εἰ τῶν... οἰχομένων... ἐλπίδ’ ὑποίσεις Σοφ. Ἠλ. 834· προσποιοῦμαι, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, ὡς τὸ [[προφέρω]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2. V. παραφέρω, [[παρασύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ ποταμοῦ, Πλούτ. 2. 325Α, Πολυδ. Α΄, 111, κλπ.· ― [[κάμνω]] νὰ ὀλισθήσῃ πρὸς τὰ [[κάτω]] καὶ νὰ πέσῃ, Πλούτ. 2. 459Β, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 187· ― Παθ., φέρομαι, παρασύρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], τῷ ποταμῷ Πλουτ. Ἀλέξ. 63· φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], κατὰ κρημνῶν ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 23. 2) μεταφορ., ἐν τῷ παθ., [[πίπτω]] κατὰ μικρόν, ὀλισθαίνω πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ καταβυθίζομαι, εἰς πενίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2· κατὰ μικρὸν φθείρομαι. κατ’ ὀλίγον [[καταπίπτω]] καὶ ἐξασθενοῦμαι, ἐπὶ τῶν φθισικῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 939 (ἀλλ. ὑποφθείρομαι)· οὕτω δὲ [[ἴσως]] [[ἑρμηνευτέον]] τὸ [[ὀρθοστάδην]] ὑπ., [[αὐτόθι]] τὸ γ΄, 1089, 1111 (εἰ καὶ ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ἀντέχω]], «βαστῶ»)· [[πόλις]] πταίσμασιν ὑποφερομένη Πλουτ. Περικλέους καὶ Φαβ. Μαξ. Σύγκρισις 1· ὑποφερομένην ἀνανεωτερίζειν, ἀναζωογονεῖν στάσιν περὶ τὸ [[τέλος]] εὑρισκομένην, ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρ. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 2· ― ἐπὶ ἑορτῆς ἢ πανηγύρεως, γενομένης μετὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 59. VI. [[καταβιβάζω]] εἴς τι [[σημεῖον]], ἐς τοσοῦτον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 6· ὑπ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Πλουτ. Λυκοῦργ. 25. ― Παθ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπ. εἰς ὕβριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 18· πρὸς τὸ κομπῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453.
}}
}}
{{bailly
{{bailly