3,270,629
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἧμαι''': ἧσαι, ἧσται (ἀλλὰ κάθηται Ἀριστοφ. Λυσ. 597, Πλάτ.), ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Καλλ. Ἀποσπ. 122, Ἐπ. εἵᾰται Ἰλ. Κ. 100, ἕᾰται Γ. 134 (κατέαται Ἡρόδ. 1. 199)· προστ. ἧσο Ὅμ., ἥσθω (καθ-) Αἰσχύλ. Πρ. 916· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ καθ-· ἀπαρ. ἧσθαι· μετοχ. ἥμενος· - παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο (ἀλλὰ ἐκάθητο, καθῆτο, ἴδε [[κάθημαι]]), δυϊκὸν ἥσθην (ἑήσθην Ὀρφ. Ἀργ. 813), πληθ. ἥμεθα (ἥμεσθα Εὐρ. Ι. Α. 88), ἧσθε Κρατῖν. Ὀδ. 4, ἧντο, Ἐπ. εἵᾰτο Ἰλ. Π. 61, ἕᾰτο [[αὐτόθι]] 414, ἑκατέατο Ἡρόδ. 8. 73. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὴν √ΗΣ, πρβλ. Σανσκρ. âs, âsê (sedeo), καὶ ἀρνεῖται τὴν σχέσιν αὐτῆς πρὸς τὴν √ΕΔ, [[ἕζομαι]]). Κάθημαι, [[λίαν]] συχνὸν παρ’ Ὁμ., εὔχρηστον δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ δὲ σύνθ. [[κάθημαι]] εὔχρηστον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.· - [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. | |lstext='''ἧμαι''': ἧσαι, ἧσται (ἀλλὰ κάθηται Ἀριστοφ. Λυσ. 597, Πλάτ.), ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Καλλ. Ἀποσπ. 122, Ἐπ. εἵᾰται Ἰλ. Κ. 100, ἕᾰται Γ. 134 (κατέαται Ἡρόδ. 1. 199)· προστ. ἧσο Ὅμ., ἥσθω (καθ-) Αἰσχύλ. Πρ. 916· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ καθ-· ἀπαρ. ἧσθαι· μετοχ. ἥμενος· - παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο (ἀλλὰ ἐκάθητο, καθῆτο, ἴδε [[κάθημαι]]), δυϊκὸν ἥσθην (ἑήσθην Ὀρφ. Ἀργ. 813), πληθ. ἥμεθα (ἥμεσθα Εὐρ. Ι. Α. 88), ἧσθε Κρατῖν. Ὀδ. 4, ἧντο, Ἐπ. εἵᾰτο Ἰλ. Π. 61, ἕᾰτο [[αὐτόθι]] 414, ἑκατέατο Ἡρόδ. 8. 73. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὴν √ΗΣ, πρβλ. Σανσκρ. âs, âsê (sedeo), καὶ ἀρνεῖται τὴν σχέσιν αὐτῆς πρὸς τὴν √ΕΔ, [[ἕζομαι]]). Κάθημαι, [[λίαν]] συχνὸν παρ’ Ὁμ., εὔχρηστον δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ δὲ σύνθ. [[κάθημαι]] εὔχρηστον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.· - [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. μετὰ τῆς συγγενοῦς σημασίας: [[κάθημαι]] [[ἥσυχος]], [[ἀργός]], Ἰλ. Β. 255, Σ. 104. κτλ.· ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Καλλῖν. 3· κατ’ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ όνον Εὐρ. Ἀποσπ. 10· - ἐπὶ στρατεύματος, [[κάθημαι]], εἶμαι ἐστρατοπεδευμένος, Ἰλ. Ο. 740, Ω. 542· πόλιν ἀμφὶ Σ. 509· [[πρόσθε]] τειχέων Εὐρ. Ἱκέτ. 664· - ἐπὶ κατασκόπου, παραφυλάττω, Ἰλ. Σ. 523· καὶ οὕτω μεταφ., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ Θάρσος ἧσται Εὐρ. Ἀλκ. 604· - [[μένω]] κεκρυμμένος, εἵατ’ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, δηλ. ἐν τῷ δουρείῳ ἵππῳ κεκρυμμένοι Ὀδ. Θ. 503, πρβλ. 512· - ἐπὶ ἀρχόντων, ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι Εὐρ. Ἀνδρ. 699, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· - βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, [[οἷον]] ναῶν, ἀναθημάτων, κτλ., = εἶμαι ἱδρυμένος, [[κεῖμαι]], ἱρὸν ἧσται Ἡρόδ. 9. 57· ἐπὶ [[στέγος]] ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Καλλ. Ἀποσπ. 122, πρβλ. Λουκ. Συρ. Θ. 31, Jac. Ἀνθ. Π.. σ. 932· ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ, ἐντὸς χθαμαλοῦ τόπου, Θεόκρ. 13. 40. - Συντάσσ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προθ. δηλούσης τὸ πλησίον ἢ ἐπὶ τινος, ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Π. 403, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 366, κτλ.· ἐπὶ κορυφῆς Ἰλ. Ξ. 157· ἐπ’ ἐσχάραις Αἰσχύλ. Εὐμ. 806· παρὰ κλισίῃ Ἰλ. Α. 330, κτλ. ἀνὰ Γαργάρῳ Ο. 153· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., Ὀλύμπῳ Ν. 524, Φ. 380, κτλ.· ἐρετμοῖς, εἰς τὰς κώπας, Εὐρ. Κύκλ. 16· - σπανίως μετ’ αἰτ., [[σέλμα]] σεμνὸν ἡμένων, καθημένων ἐπὶ.., Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· Σιμόεντος κοίτας Εὐρ. Ρήσ. 547, πρβλ. Ἐλμσλ. Βάκχ. 38, καὶ ἴδε ἐν λ. [[καθίζω]] ΙΙ· - [[συχνάκις]] μετὰ μετοχ. ῥημάτων δηλούντων κατάστασίν τινα τῆς ψυχῆς, [[ἧμαι]] … [[ὀλιγηπελέων]] Ἰλ. Ο. 245· ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων Ὀδ. Ξ. 40, Κ. 374· πεφυλαγμένος ἧσο Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148· ἐκπεπληγμένη Σοφ. Ἀποσπ. 24. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |