3,274,173
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάρδᾰμον:''' τό, είδος κάρδαμου, Λατ. [[nasturtium]] ή ο [[σπόρος]] του, ο [[οποίος]] τρώγονταν όπως η [[μουστάρδα]], [[σινάπι]] από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>βλέπειν κάρδαμα</i>, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ. | |lsmtext='''κάρδᾰμον:''' τό, είδος κάρδαμου, Λατ. [[nasturtium]] ή ο [[σπόρος]] του, ο [[οποίος]] τρώγονταν όπως η [[μουστάρδα]], [[σινάπι]] από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>βλέπειν κάρδαμα</i>, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτ</i>-<i>αμον</i>, <i>σήσ</i>-<i>αμον</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |