σημειωτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[βήμα]] σημειωτόν» ή, [[απλώς]], «σημειωτόν» — ρυθμική [[κίνηση]] τών ποδιών στο ίδιο [[σημείο]], [[χωρίς]] [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προχωρώ]] [ή κινοῦμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»<br /><b>μτφ.</b> έχω πολύ μικρή πρόοδο, [[προχωρώ]] [[πάρα]] πολύ [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάνω]] του σχεδιάσματα.
|mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[βήμα]] σημειωτόν» ή, [[απλώς]], «σημειωτόν» — ρυθμική [[κίνηση]] τών ποδιών στο ίδιο [[σημείο]], [[χωρίς]] [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προχωρώ]] [ή κινοῦμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»<br /><b>μτφ.</b> έχω πολύ μικρή πρόοδο, [[προχωρώ]] [[πάρα]] πολύ [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάνω]] του σχεδιάσματα.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σημειωτός:''' [adj. verb. к [[σημειόω]] обозначенный, отмеченный Sext.
|elrutext='''σημειωτός:''' [adj. verb. к [[σημειόω]] обозначенный, отмеченный Sext.
}}
}}