διάδηλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<br /><br />" to "<br />"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ζάδηλος Alc.208a.7, hiperdor. διάδαλος <i>Dialex</i>.1.11<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -η Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>1]<br /><b class="num">1</b> de concr. y pers. [[distinguible]], [[claramente reconocible]], [[fácil de identificar]] por los sentidos, esp. la vista αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον ἔσεσθαι Th.4.68, (τὰς θηλείας) διαδήλας εἶναι τῷ ἔχειν τὰ περὶ τὰ χείλη σκληρά Arist.l.c., διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμάς Arist.<i>de An</i>.421<sup>a</sup>31, περὶ δὲ τῆς λειότητος ... οὐ γὰρ [[ἄλλως]] διάδηλον γίνεται Hp.<i>Mul</i>.1.21, cf. <i>Genit</i>.6, τῶν μὲν ἀρσένων σφόδρα διάδηλα γίνεται πάντα en los varones todas las partes (del feto) son muy reconocibles</i>, Hp.<i>Oct</i>.1.10, cf. <i>SEG</i> 9.72.106 (Cirene IV a.C.), ἢν δὲ συμπεφύκῃ τῇ κύστει λίθος, δ. μὲν τῇσι μελεδόσι Aret.<i>SD</i> 2.4.3.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[claro]], [[manifiesto]], [[evidente]] ἔχει τινὰ ἕξιν τῆς ψυχῆς, ἣ δ. ἐκ τῆς ἀκοσμίας τοῦ τρόπου γίγνεται Aeschin.1.189, καὶ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διάδηλον ἔσχηκε τὴν φιλοτιμίαν la generosidad que ha tenido para con los dioses y los hombres ha sido manifiesta</i>, <i>IClaros</i> 1.M.3.5 (II a.C.), cf. <i>FD</i> 1.480.13 (I a.C.), ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν τῆς γῆς ἀγώνων δ. ἡ ἀρετὴ γίνεται D.S.20.51, cf. 16.86, ὅπως δὲ ᾖ δ. ἁ δεδομένα ὑπ' αὐτῶν τᾷ πόλει χάρις <i>SEG</i> 23.207.38 (Mesene I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en constr. pers., c. part. pred. ὥστε δ. εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν hasta el punto de que destacaba sobre los demás en disciplina</i> X.<i>Mem</i>.4.4.1, ἵνα τοῖς ... ἡγεμόσι, προκινδυνεύοντες ἐρρωμένως καὶ μή, διάδηλοι γίνωνται Plb.6.22.3, c. or. complet. c. ὅτι: μηδενὶ πλὴν μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν ὅτι ζῇ διάδηλον οὖσαν Arist.<i>Fr</i>.43, cf. LXX <i>Ge</i>.41.21.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[famoso]], [[renombrado]] en buen o mal sent., c. dat. de causa διάδηλοι ταῖς κακίαις γενόμενοι de los de Sodoma, LXX 3<i>Ma</i>.2.5, c. prep. ἐπὶ τῇ παιδείᾳ ... διάδηλον ἑαυτὸν πεποιηκέναι <i>OGI</i> 504.9 (Ezanos II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[conocido]], [[identificado]] ἵνα, διαδήλων γενομένων, δύνηταί τις ἀμύνεσθαι Pl.<i>R</i>.474b.<br /><b class="num">4</b> prob. [[que deja ver a través]] por agujeros o transparencias λαῖφος Alc.l.c., pero v. s.u. ζάδηλος.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[a las claras]], [[claramente]] τοῦτο ποιήσασθαι Eus.<i>Theoph</i>.7.13, cf. Eust.367.43, Sch.Er.<i>Il</i>.2.860.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ζάδηλος Alc.208a.7, hiperdor. διάδαλος <i>Dialex</i>.1.11<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -η Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>1]<br /><b class="num">1</b> de concr. y pers. [[distinguible]], [[claramente reconocible]], [[fácil de identificar]] por los sentidos, esp. la vista αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον ἔσεσθαι Th.4.68, (τὰς θηλείας) διαδήλας εἶναι τῷ ἔχειν τὰ περὶ τὰ χείλη σκληρά Arist.l.c., διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμάς Arist.<i>de An</i>.421<sup>a</sup>31, περὶ δὲ τῆς λειότητος ... οὐ γὰρ [[ἄλλως]] διάδηλον γίνεται Hp.<i>Mul</i>.1.21, cf. <i>Genit</i>.6, τῶν μὲν ἀρσένων σφόδρα διάδηλα γίνεται πάντα en los varones todas las partes (del feto) son muy reconocibles</i>, Hp.<i>Oct</i>.1.10, cf. <i>SEG</i> 9.72.106 (Cirene IV a.C.), ἢν δὲ συμπεφύκῃ τῇ κύστει λίθος, δ. μὲν τῇσι μελεδόσι Aret.<i>SD</i> 2.4.3.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[claro]], [[manifiesto]], [[evidente]] ἔχει τινὰ ἕξιν τῆς ψυχῆς, ἣ δ. ἐκ τῆς ἀκοσμίας τοῦ τρόπου γίγνεται Aeschin.1.189, καὶ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διάδηλον ἔσχηκε τὴν φιλοτιμίαν la generosidad que ha tenido para con los dioses y los hombres ha sido manifiesta</i>, <i>IClaros</i> 1.M.3.5 (II a.C.), cf. <i>FD</i> 1.480.13 (I a.C.), ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν τῆς γῆς ἀγώνων δ. ἡ ἀρετὴ γίνεται D.S.20.51, cf. 16.86, ὅπως δὲ ᾖ δ. ἁ δεδομένα ὑπ' αὐτῶν τᾷ πόλει χάρις <i>SEG</i> 23.207.38 (Mesene I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en constr. pers., c. part. pred. ὥστε δ. εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν hasta el punto de que destacaba sobre los demás en disciplina</i> X.<i>Mem</i>.4.4.1, ἵνα τοῖς ... ἡγεμόσι, προκινδυνεύοντες ἐρρωμένως καὶ μή, διάδηλοι γίνωνται Plb.6.22.3, c. or. complet. c. ὅτι: μηδενὶ πλὴν μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν ὅτι ζῇ διάδηλον οὖσαν Arist.<i>Fr</i>.43, cf. LXX <i>Ge</i>.41.21.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[famoso]], [[renombrado]] en buen o mal sent., c. dat. de causa διάδηλοι ταῖς κακίαις γενόμενοι de los de Sodoma, LXX 3<i>Ma</i>.2.5, c. prep. ἐπὶ τῇ παιδείᾳ ... διάδηλον ἑαυτὸν πεποιηκέναι <i>OGI</i> 504.9 (Ezanos II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[conocido]], [[identificado]] ἵνα, διαδήλων γενομένων, δύνηταί τις ἀμύνεσθαι Pl.<i>R</i>.474b.<br /><b class="num">4</b> prob. [[que deja ver a través]] por agujeros o transparencias λαῖφος Alc.l.c., pero v. s.u. ζάδηλος.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[a las claras]], [[claramente]] τοῦτο ποιήσασθαι Eus.<i>Theoph</i>.7.13, cf. Eust.367.43, Sch.Er.<i>Il</i>.2.860.
}}
}}
{{grml
{{grml