προσμειδιάω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσμειδιάω''': μειδιῶ [[πρός]] τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
|lstext='''προσμειδιάω''': μειδιῶ [[πρός]] τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[προσμειδιῶ]], [[προσμειδιάω]], ΝΜΑ [[μειδιῶ]]<br /><b>1.</b> [[χαμογελώ]] σε κάποιον με [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ευμενής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, τον επικοδιμάζω<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για την [[τύχη]]) [[ευνοώ]] («αὐτοῖς ἡ [[τύχη]] προσεμειδίασε», Χορίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[μειδίαμα]] στα χείλη, [[είμαι]] [[χαμογελαστός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-μειδιάω toelachen.
|elnltext=προσ-μειδιάω toelachen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[smile]] [[upon]], with a [[sense]] of approving, Lat. [[arrideo]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[smile]] [[upon]], with a [[sense]] of approving, Lat. [[arrideo]], Luc.
}}
}}