εύθηρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
(15)
 
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔθηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]] («[[εὔθηρος]] ὀρνέων [[ἵρηξ]]», Βάβρ.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο [[κυνήγι]] («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι»)<br /><b>3.</b> ο [[κατάλληλος]] να δελεάζει το [[θήραμα]], ο [[κατάλληλος]] για [[δόλωμα]] («καὶ ἔστιν εὔθηρα ταῡτα», Αιλ.)<br /><b>4.</b> αυτός που έχει άφθονο [[κυνήγι]] («Μυκάλη τὸ [[ὅρος]] εὔθηρον καὶ εὔδενδρον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ εὔθηροι</i><br />[[σύλλογος]] κυνηγών στην Πέργαμο<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔθηρον</i><br />το επιτυχημένο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θηρ</i> «[[θηρίο]], άγριο ζώο»].
|mltxt=[[εὔθηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]] («[[εὔθηρος]] ὀρνέων [[ἵρηξ]]», Βάβρ.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο [[κυνήγι]] («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι»)<br /><b>3.</b> ο [[κατάλληλος]] να δελεάζει το [[θήραμα]], ο [[κατάλληλος]] για [[δόλωμα]] («καὶ ἔστιν εὔθηρα ταῦτα», Αιλ.)<br /><b>4.</b> αυτός που έχει άφθονο [[κυνήγι]] («Μυκάλη τὸ [[ὅρος]] εὔθηρον καὶ εὔδενδρον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ εὔθηροι</i><br />[[σύλλογος]] κυνηγών στην Πέργαμο<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔθηρον</i><br />το επιτυχημένο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θηρ</i> «[[θηρίο]], άγριο ζώο»].
}}
}}