νέμω: Difference between revisions

126 bytes added ,  26 July 2021
m
no edit summary
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nemo
|Transliteration C=nemo
|Beta Code=ne/mw
|Beta Code=ne/mw
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νέμω]] (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. [[νέμομαι]], -εαι, -ονται: -όμενος.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[act]]., [[watch]] ([[over]]), [[keep]] ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει [[βασιλεύς]] (P. 3.70) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med., [[cultivate]], [[inhabit]] “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς [[ἀπούρας]] ἁμετέρων τοκέων [[νέμεαι]]” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. [[dwell]], [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) [[τῶν]] μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[direct]], [[place]] (sc. parts of the [[body]]) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν [[πόδα]] νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: [[with]] [[which]] N. gave [[full]] [[rein]] ) (I. 2.22) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[hand]] [[out]], [[dispense]] of gods ὃ (sc. [[Ἀπόλλων]]) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει, [[Ζεὺς]] ὁ πάντων [[κύριος]] (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς [[ὄλβος]] ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med. [[spend]], [[pass]] ([[time]]) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. [[pap]]., i. e. v. l. [[νέομαι]]?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)
|sltr=[[νέμω]] (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. [[νέμομαι]], -εαι, -ονται: -όμενος.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[act]]., [[watch]] ([[over]]), [[keep]] ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει [[βασιλεύς]] (P. 3.70) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med., [[cultivate]], [[inhabit]] “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς [[ἀπούρας]] ἁμετέρων τοκέων [[νέμεαι]]” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. [[dwell]], [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) [[τῶν]] μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[direct]], [[place]] (sc. parts of the [[body]]) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν [[πόδα]] νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: [[with]] [[which]] N. gave [[full]] [[rein]] ) (I. 2.22) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[hand]] [[out]], [[dispense]] of gods ὃ (sc. [[Ἀπόλλων]]) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει, [[Ζεὺς]] ὁ πάντων [[κύριος]] (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς [[ὄλβος]] ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med. [[spend]], [[pass]] ([[time]]) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. [[pap]]., i. e. v. l. [[νέομαι]]?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέμω:''' μέλ. <i>νεμῶ</i>, αόρ. αʹ [[ἔνειμα]], Επικ. [[νεῖμα]], παρακ. [[νενέμηκα]] — Μέσ., μέλ. <i>νεμοῦμαι</i>, Ιων. <i>νεμέομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνειμάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>νεμηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεμήθην</i>, παρακ. <i>νενέμημαι</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[διαμοιράζω]], λέγεται για [[φαγητό]] και ποτό, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται επίσης για θεούς, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν [[νέμω]] τινί, [[δείχνω]] σε κάποιον τον οφειλόμενο σεβασμό, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται</i>, απονέμεται ελεύθερα σ' αυτούς, σε Ηρόδ.· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, λέγεται για διανεμημένες μερίδες κρέατος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, και [[επομένως]], έχω σαν μερίδιό μου, [[κατέχω]], [[απολαμβάνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαμένω]], [[κατοικώ]], στον ίδ.· απόλ., [[διαμένω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξοδεύω]], [[διέρχομαι]], περνώ (λέγεται για τον χρόνο), <i>αἰῶνα</i>, <i>ἡμέραν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Ενεργ. με [[σημασία]] όπως στη Μέσ., [[κρατώ]], [[κατέχω]], έχω· <i>γῆν</i>, <i>χώραν</i>, <i>πόλιν</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για τόπους, κατοικούμαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για [[χώρα]], συντηρούμαι, οικούμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> έχω τη [[διακυβέρνηση]], [[διοικώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[νέμω]] οἴακα, [[κρατώ]] [[τιμόνι]], [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], σε Αισχύλ.· [[νέμω]] ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, [[στηρίζω]] τη δύναμή μου στα σκήπτρα, στον ίδ.· <i>νέμωγλῶσσαν</i>, [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[παραδέχομαι]]· σὲ [[νέμω]] θεόν, σε Σοφ.· <i>προστάτην νέμειν τινά</i>, [[διαλέγω]] κάποιον σαν προστάτη μου, σε Αριστ. <b>Β. I. 1.</b> λέγεται για βοσκούς, [[βόσκω]], [[τρέφω]] κοπάδια, τα [[οδηγώ]] στη [[βοσκή]], τα [[φροντίζω]], Λατ. pascere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.· μεταφ., [[νέμω]] χόλον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για [[κοπάδι]], τρέφομαι, δηλ. [[πηγαίνω]] στη [[βοσκή]], [[βόσκω]], Λατ. pasci, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφομαι με [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους, [[τρώω]], σε Σοφ.· λέγεται και για [[φωτιά]], [[κατακαίω]], [[κατατρώγω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για καρκινοειδή έλκη, εξαπλώνομαι· ἐνέμετο [[πρόσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. τόπου, <i>ὄρη νέμειν</i>, [[βόσκω]] στους λόφους (το [[κοπάδι]] μου), σε Ξεν. — Παθ., (τὸ [[ὄρος]]) <i>νέμεται βουσί</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>πυρὶ νέμειν πόλιν</i>, [[παραδίδω]] την πόλη στις φλόγες και την [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>πυρὶ χθὼν νέμεται</i>, η γη κατατρώγεται από τη [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νέμω:''' μέλ. <i>νεμῶ</i>, αόρ. αʹ [[ἔνειμα]], Επικ. [[νεῖμα]], παρακ. [[νενέμηκα]] — Μέσ., μέλ. <i>νεμοῦμαι</i>, Ιων. <i>νεμέομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνειμάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>νεμηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεμήθην</i>, παρακ. <i>νενέμημαι</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[διαμοιράζω]], λέγεται για [[φαγητό]] και ποτό, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται επίσης για θεούς, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν [[νέμω]] τινί, [[δείχνω]] σε κάποιον τον οφειλόμενο σεβασμό, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται</i>, απονέμεται ελεύθερα σ' αυτούς, σε Ηρόδ.· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, λέγεται για διανεμημένες μερίδες κρέατος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, και [[επομένως]], έχω σαν μερίδιό μου, [[κατέχω]], [[απολαμβάνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαμένω]], [[κατοικώ]], στον ίδ.· απόλ., [[διαμένω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξοδεύω]], [[διέρχομαι]], περνώ (λέγεται για τον χρόνο), <i>αἰῶνα</i>, <i>ἡμέραν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Ενεργ. με [[σημασία]] όπως στη Μέσ., [[κρατώ]], [[κατέχω]], έχω· <i>γῆν</i>, <i>χώραν</i>, <i>πόλιν</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για τόπους, κατοικούμαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για [[χώρα]], συντηρούμαι, οικούμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> έχω τη [[διακυβέρνηση]], [[διοικώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[νέμω]] οἴακα, [[κρατώ]] [[τιμόνι]], [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], σε Αισχύλ.· [[νέμω]] ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, [[στηρίζω]] τη δύναμή μου στα σκήπτρα, στον ίδ.· <i>νέμωγλῶσσαν</i>, [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[παραδέχομαι]]· σὲ [[νέμω]] θεόν, σε Σοφ.· <i>προστάτην νέμειν τινά</i>, [[διαλέγω]] κάποιον σαν προστάτη μου, σε Αριστ. <b>Β. I. 1.</b> λέγεται για βοσκούς, [[βόσκω]], [[τρέφω]] κοπάδια, τα [[οδηγώ]] στη [[βοσκή]], τα [[φροντίζω]], Λατ. pascere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.· μεταφ., [[νέμω]] χόλον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για [[κοπάδι]], τρέφομαι, δηλ. [[πηγαίνω]] στη [[βοσκή]], [[βόσκω]], Λατ. pasci, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφομαι με [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους, [[τρώω]], σε Σοφ.· λέγεται και για [[φωτιά]], [[κατακαίω]], [[κατατρώγω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για καρκινοειδή έλκη, εξαπλώνομαι· ἐνέμετο [[πρόσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. τόπου, <i>ὄρη νέμειν</i>, [[βόσκω]] στους λόφους (το [[κοπάδι]] μου), σε Ξεν. — Παθ., (τὸ [[ὄρος]]) <i>νέμεται βουσί</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>πυρὶ νέμειν πόλιν</i>, [[παραδίδω]] την πόλη στις φλόγες και την [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>πυρὶ χθὼν νέμεται</i>, η γη κατατρώγεται από τη [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">deal out, dispense, distribute (among themselves, possess, inhabit, manage, pasture, consume, devour</b>.<br />Other forms: <b class="b3">-ομαι</b>, aor. [[νεῖμαι]] (Il.), <b class="b3">-ασθαι</b>, pass. [[νεμηθῆναι]], fut. [[νεμῶ]], <b class="b3">-οῦμαι</b> (Ion. <b class="b3">-έομαι</b>, late <b class="b3">-ήσω</b>, <b class="b3">-ήσομαι</b>), perf. [[νενέμηκα]],<b class="b3">-ημαι</b> (Att. etc.).<br />Compounds: Often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">προσ-</b>.<br />Derivatives: Several derivv: A. [[νομή]] f. [[pasture]], metaph. [[spreading]], e.g. of an ulcer , [[distribution]] (IA.), [[possession]], [[possessio]] (hell.). With <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">προ-νομή</b> etc. from <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">προ-νέμειν</b>, <b class="b3">-εσθαι</b> etc. Also [[νομός]] m. <b class="b2">*place of) pasture</b> (Il.), [[habitation]] (Pi., Hdt., S.), [[province]] (Hdt., D. S., Str.). From [[νομή]] or [[νομός]] (not always with certainty to be distinguished): 1. [[νομάς]], <b class="b3">-άδος</b> [[roaming the pasture]], subst. pl. [[pastoral people]], [[nomads]] (IA.), as PN [[Numidians]] (Plb.); from this <b class="b3">νομαδ-ικός</b> <b class="b2">roaming, belonging to pastoral peoples, Numidian</b> (Arist.), <b class="b3">-ίτης</b> <b class="b2">id.</b> (Suid.), <b class="b3">-ίαι</b> f. pl. [[pasture]] with <b class="b3">-ιαῖος</b> (Peripl. M. Rubr.). -- 2. [[νομεύς]] m. [[herdsman]] (II.), also [[distributor]] (Pl.), pl. [[ribs of a ship]] (Hdt.); from this (or from [[νομός]]?) [[νομεύω]] [[pasture]] (Il.) with <b class="b3">νόμευ-μα</b> n. [[herd]] (A.), <b class="b3">-τικός</b> [[belonging to pasturage]] (Pl.; Chantraine Études 135 u. 137); <b class="b3">διανομ-εύς</b> (: [[διανομή]]), <b class="b3">προνομ-εύω</b> (: <b class="b3">προ-νομή</b>) etc. -- 3. [[νόμιος]] [[regarding the pasture]], also as adjunct of several gods (Pi., Ar., Call.); cf. on [[νόμος]]; [[νομαῖος]] <b class="b2">id.</b> (Nic., Call.); [[νομώδης]] [[spreading]], of an ulcer (medic.). -- 4. [[νομάζω]], <b class="b3">-ομαι</b> [[pasture]] (Nic.). -- B. [[νόμος]] m. [[custom]], [[usage]], [[law]], [[composition]] (since Hes.) with several compp., e.g. [[Ἔννομος]] PN (Il.), <b class="b3">εὔ-νομος</b> [[with good laws]] (Pi.) with <b class="b3">εὑνομ-ίη</b>, <b class="b3">-ία</b> [[good laws]] (since ρ 487; on the meaning Andrewes Class Quart. 32, 89 ff.). From [[νόμος]]: 1. adj. [[νόμιμος]] [[usual]], [[lawful]] (IA.; extens. Arbenz 72ff.) with [[νομιμότης]] f. (Iamb.); [[νομικός]] [[regarding the laws]], [[forensic]], [[lawyer]] (Pl., Arist.; Chantraine Études 132); [[νόμαιος]] = [[νόμιμος]] (Ion. a. late); [[νόμιος]] <b class="b2">id.</b> (Locris; cf. on [[νομός]]). -- 2. Verb [[νομίζω]], rarely w. prefix, e.g. <b class="b3">συν-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b2">use customarily, use to, recognize, believe</b> (IA., Dor.; Fournier Les verbes "dire" passim) with [[νόμισις]] f. [[belief]] (Th.), [[νόμισμα]] n. <b class="b2">use, recognized belief, (valid) coin</b> (IA.), <b class="b3">-άτιον</b> dimin. (Poll.); [[νομιστός]] [[generally recognized]] with [[νομιστεύομαι]] [[be generally valid]] (Plb.), also [[νομιτεύομαι]] <b class="b2">id., use</b> (hell. a. late inscr.; cf. <b class="b3">θεμι(σ)-τεύω</b>). -- C. [[νεμέτωρ]], <b class="b3">-ορος</b> m. <b class="b2">dispensor (of justice), avenger</b> (A. Th. 485); [[νέμησις]] f., also <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b> etc. from <b class="b3">ἀπο-νέμω</b> etc., [[distribution]] (Is., Arist.); <b class="b3">νεμ-ητής</b> = [[νεμέτωρ]] (Poll.) with <b class="b3">-ήτρια</b> f. (inscr. Rom, IVp); uncertain [[Νεμήϊος]] surname of Zeus (Archyt. ap. Stob.); perh. for [[Νέμειος]] (from [[Νεμέα]]). On [[νέμεσις]] s. v. -- D. Deverbatives: [[νεμέθω]], <b class="b3">-ομαι</b> [[pasture]] (Λ 635, Nic.); [[νωμάω]], <b class="b3">-ῆσαι</b> also with <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">ἀμφι-</b>, <b class="b3">προσ-</b>, [[distribute]], [[maintain]], [[observe]] (Il., Hdt.; Schwyzer 719, Risch Gnomon 24 , 82) with <b class="b3">νώμ-ησις</b> (Pl. Cra. 41 1d), <b class="b3">-ήτωρ</b> <b class="b2">distributor, maintainer etc.</b> (Man., Nonn.).<br />Origin: IE [Indo-European] [763] <b class="b2">*nem-</b> [[dispense]], [[distribute]]; [[take]]<br />Etymology: The whole Greek system including ablauting [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]] is built on the present [[νέμω]]. The full grade <b class="b3">νεμέ-τωρ</b>, <b class="b3">νέμε-σις</b>, <b class="b3">νέμη-σις</b> a.o. follow wellknown patterns (<b class="b3">γενέ-τωρ γένε-σις</b> u.a.; but these are disyllabic roots); an agreeing zero grade fails. There never existed a "disyllabic root" e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 11). -- The widespread meanings of [[νέμω]] plus derivations provide a problem, which has hardly been definitely solved; Benveniste Noms d'agent 79 rightly stresses the idea of lawfull, regular, which characterizes the verb [[νέμω]] ("partager légalement, faire une attribution régulière"). Further lit.: E. Laroche Histoire de la racine nem- en grec ancien (Paris 1949; Études et Comm.VI); on [[νόμος]] esp. Stier Phil. 83, 224ff., Pohlenz Phil. 97, 135ff., Porzig Satzinhalte 260, Bolelli Stud. itfilcl. N.S.24, 110f.; on [[νομή]], <b class="b3">-ός</b> Wilhelm Glotta 24, 133ff. (<b class="b3">ἐν χειρῶν νομῳ̃</b>, <b class="b3">-αῖς</b>). -- Of non-Greek words, that are interesting for the etymology, the Germanic verb for [[take]] agrees best to [[νέμω]], Goth. [[niman]] etc.; further Latv. <b class="b2">ńęmu</b>, <b class="b2">ńem̂t</b> [[take]] (with secondary palatalisation of the anlaut). One might mention several nouns, which tell nothing for Greek: Av. <b class="b2">nǝmah-</b> n. [[loan]], Lat. [[numerus]] <b class="b2">number etc.</b>, OIr. [[nem]] f. [[gift]] (cf. [[Gift]] : [[geben]]; also [[δόσις]]), Lith. <b class="b2">nùoma</b> f. [[rent]] (vowel as in <b class="b3">νω-μάω</b>). -- The with [[νέμω]] also formally identical verb Skt. <b class="b2">námati</b> [[bow]], [[bend]] can only be combined with uncontrollable hypotheses. After Laroche (s. above) p. 263 [[νέμω]] would prop be. [[faire le geste de se pencher en tendant la main]]. -- Lit. and further details in WP. 2, 330f., Pok. 763 f., W.-Hofmann s. [[numerus]] and [[nummus]] (from [[νόμιμος]]?), also [[emō]], Fraenkel Wb. s. <b class="b2">núoma(s</b>), and <b class="b2">nãmas</b>, Mayrhofer s. <b class="b2">námati</b>. Cf. also [[νέμος]].
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">deal out, dispense, distribute (among themselves, possess, inhabit, manage, pasture, consume, devour</b>.<br />Other forms: <b class="b3">-ομαι</b>, aor. [[νεῖμαι]] (Il.), <b class="b3">-ασθαι</b>, pass. [[νεμηθῆναι]], fut. [[νεμῶ]], <b class="b3">-οῦμαι</b> (Ion. <b class="b3">-έομαι</b>, late <b class="b3">-ήσω</b>, <b class="b3">-ήσομαι</b>), perf. [[νενέμηκα]],<b class="b3">-ημαι</b> (Att. etc.).<br />Compounds: Often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">προσ-</b>.<br />Derivatives: Several derivv: A. [[νομή]] f. [[pasture]], metaph. [[spreading]], e.g. of an ulcer , [[distribution]] (IA.), [[possession]], [[possessio]] (hell.). With <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">προ-νομή</b> etc. from <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">προ-νέμειν</b>, <b class="b3">-εσθαι</b> etc. Also [[νομός]] m. <b class="b2">*place of) pasture</b> (Il.), [[habitation]] (Pi., Hdt., S.), [[province]] (Hdt., D. S., Str.). From [[νομή]] or [[νομός]] (not always with certainty to be distinguished): 1. [[νομάς]], <b class="b3">-άδος</b> [[roaming the pasture]], subst. pl. [[pastoral people]], [[nomads]] (IA.), as PN [[Numidians]] (Plb.); from this <b class="b3">νομαδ-ικός</b> <b class="b2">roaming, belonging to pastoral peoples, Numidian</b> (Arist.), <b class="b3">-ίτης</b> <b class="b2">id.</b> (Suid.), <b class="b3">-ίαι</b> f. pl. [[pasture]] with <b class="b3">-ιαῖος</b> (Peripl. M. Rubr.). -- 2. [[νομεύς]] m. [[herdsman]] (II.), also [[distributor]] (Pl.), pl. [[ribs of a ship]] (Hdt.); from this (or from [[νομός]]?) [[νομεύω]] [[pasture]] (Il.) with <b class="b3">νόμευ-μα</b> n. [[herd]] (A.), <b class="b3">-τικός</b> [[belonging to pasturage]] (Pl.; Chantraine Études 135 u. 137); <b class="b3">διανομ-εύς</b> (: [[διανομή]]), <b class="b3">προνομ-εύω</b> (: <b class="b3">προ-νομή</b>) etc. -- 3. [[νόμιος]] [[regarding the pasture]], also as adjunct of several gods (Pi., Ar., Call.); cf. on [[νόμος]]; [[νομαῖος]] <b class="b2">id.</b> (Nic., Call.); [[νομώδης]] [[spreading]], of an ulcer (medic.). -- 4. [[νομάζω]], <b class="b3">-ομαι</b> [[pasture]] (Nic.). -- B. [[νόμος]] m. [[custom]], [[usage]], [[law]], [[composition]] (since Hes.) with several compp., e.g. [[Ἔννομος]] PN (Il.), <b class="b3">εὔ-νομος</b> [[with good laws]] (Pi.) with <b class="b3">εὑνομ-ίη</b>, <b class="b3">-ία</b> [[good laws]] (since ρ 487; on the meaning Andrewes Class Quart. 32, 89 ff.). From [[νόμος]]: 1. adj. [[νόμιμος]] [[usual]], [[lawful]] (IA.; extens. Arbenz 72ff.) with [[νομιμότης]] f. (Iamb.); [[νομικός]] [[regarding the laws]], [[forensic]], [[lawyer]] (Pl., Arist.; Chantraine Études 132); [[νόμαιος]] = [[νόμιμος]] (Ion. a. late); [[νόμιος]] <b class="b2">id.</b> (Locris; cf. on [[νομός]]). -- 2. Verb [[νομίζω]], rarely w. prefix, e.g. <b class="b3">συν-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b2">use customarily, use to, recognize, believe</b> (IA., Dor.; Fournier Les verbes "dire" passim) with [[νόμισις]] f. [[belief]] (Th.), [[νόμισμα]] n. <b class="b2">use, recognized belief, (valid) coin</b> (IA.), <b class="b3">-άτιον</b> dimin. (Poll.); [[νομιστός]] [[generally recognized]] with [[νομιστεύομαι]] [[be generally valid]] (Plb.), also [[νομιτεύομαι]] <b class="b2">id., use</b> (hell. a. late inscr.; cf. <b class="b3">θεμι(σ)-τεύω</b>). -- C. [[νεμέτωρ]], <b class="b3">-ορος</b> m. <b class="b2">dispensor (of justice), avenger</b> (A. Th. 485); [[νέμησις]] f., also <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b> etc. from <b class="b3">ἀπο-νέμω</b> etc., [[distribution]] (Is., Arist.); <b class="b3">νεμ-ητής</b> = [[νεμέτωρ]] (Poll.) with <b class="b3">-ήτρια</b> f. (inscr. Rom, IVp); uncertain [[Νεμήϊος]] surname of Zeus (Archyt. ap. Stob.); perh. for [[Νέμειος]] (from [[Νεμέα]]). On [[νέμεσις]] s. v. -- D. Deverbatives: [[νεμέθω]], <b class="b3">-ομαι</b> [[pasture]] (Λ 635, Nic.); [[νωμάω]], <b class="b3">-ῆσαι</b> also with <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">ἀμφι-</b>, <b class="b3">προσ-</b>, [[distribute]], [[maintain]], [[observe]] (Il., Hdt.; Schwyzer 719, Risch Gnomon 24 , 82) with <b class="b3">νώμ-ησις</b> (Pl. Cra. 41 1d), <b class="b3">-ήτωρ</b> <b class="b2">distributor, maintainer etc.</b> (Man., Nonn.).<br />Origin: IE [Indo-European] [763] <b class="b2">*nem-</b> [[dispense]], [[distribute]]; [[take]]<br />Etymology: The whole Greek system including ablauting [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]] is built on the present [[νέμω]]. The full grade <b class="b3">νεμέ-τωρ</b>, <b class="b3">νέμε-σις</b>, <b class="b3">νέμη-σις</b> a.o. follow wellknown patterns (<b class="b3">γενέ-τωρ γένε-σις</b> u.a.; but these are disyllabic roots); an agreeing zero grade fails. There never existed a "disyllabic root" e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 11). -- The widespread meanings of [[νέμω]] plus derivations provide a problem, which has hardly been definitely solved; Benveniste Noms d'agent 79 rightly stresses the idea of lawfull, regular, which characterizes the verb [[νέμω]] ("partager légalement, faire une attribution régulière"). Further lit.: E. Laroche Histoire de la racine nem- en grec ancien (Paris 1949; Études et Comm.VI); on [[νόμος]] esp. Stier Phil. 83, 224ff., Pohlenz Phil. 97, 135ff., Porzig Satzinhalte 260, Bolelli Stud. itfilcl. N.S.24, 110f.; on [[νομή]], <b class="b3">-ός</b> Wilhelm Glotta 24, 133ff. (<b class="b3">ἐν χειρῶν νομῳ̃</b>, <b class="b3">-αῖς</b>). -- Of non-Greek words, that are interesting for the etymology, the Germanic verb for [[take]] agrees best to [[νέμω]], Goth. [[niman]] etc.; further Latv. <b class="b2">ńęmu</b>, <b class="b2">ńem̂t</b> [[take]] (with secondary palatalisation of the anlaut). One might mention several nouns, which tell nothing for Greek: Av. <b class="b2">nǝmah-</b> n. [[loan]], Lat. [[numerus]] <b class="b2">number etc.</b>, OIr. [[nem]] f. [[gift]] (cf. [[Gift]] : [[geben]]; also [[δόσις]]), Lith. <b class="b2">nùoma</b> f. [[rent]] (vowel as in <b class="b3">νω-μάω</b>). -- The with [[νέμω]] also formally identical verb Skt. <b class="b2">námati</b> [[bow]], [[bend]] can only be combined with uncontrollable hypotheses. After Laroche (s. above) p. 263 [[νέμω]] would prop be. [[faire le geste de se pencher en tendant la main]]. -- Lit. and further details in WP. 2, 330f., Pok. 763 f., W.-Hofmann s. [[numerus]] and [[nummus]] (from [[νόμιμος]]?), also [[emō]], Fraenkel Wb. s. <b class="b2">núoma(s</b>), and <b class="b2">nãmas</b>, Mayrhofer s. <b class="b2">námati</b>. Cf. also [[νέμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj