ἄγρυκτος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγρυκτος''': -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - [[ἐντεῦθεν]] ἀγρυξία, ἡ· [[ἄκρα]] [[σιγή]]. Πινδ. Ἀποσπ. 253.
|lstext='''ἄγρυκτος''': -ον, (α στερητ., [[γρῦ]]) [[ἄρρητος]], περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - [[ἐντεῦθεν]] [[ἀγρυξία]], ἡ· [[ἄκρα]] [[σιγή]]. Πινδ. Ἀποσπ. 253.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[indecible]] ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.
|dgtxt=-ον [[indecible]] ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.
}}
}}